Κυριακή 24 Μαΐου 2020

Με μια πιρόγα…


Οι μέρες της καραντίνας καθήλωσαν τις κινήσεις, μπέρδεψαν και τσάκισαν τη διάθεση ενώ γέμισαν το μυαλό με σκέψεις. Σκέψεις μαύρες, σκέψεις θολές, σκέψεις αβέβαιες. Σκέψεις ωστόσο που η άγνοια κι οι αμφιβολίες των ειδικών τις κάνουν πιο φοβικές και πιο τρομακτικές ακόμη κι απ’ την ίδια την την πραγματικότητα. Όταν μάλιστα αυτές οι απόψεις, οι εικασίες κι οι αβεβαιότητες εκτοξεύονται αυτοστιγμεί σε 7,5 δισεκατομμύρια δέκτες ομοιόμορφα κι άκριτα, τότε γίνονται τουλάχιστον εφιαλτικές. Τα μέτρα που προτείνονται, κατά βάση αντιφατικά, αντικρουόμενα και άλογα, είναι πιο θανατηφόρα κι από την ίδια την ασθένεια που υποτίθεται πως προστατεύουν. Η σιγή που επιβάλλεται και ο εξοστρακισμός κάθε αντίθετης άποψης, κάθε έλλογης απορίας ή συλλογιστικής βάζει ανησυχητικά διλήμματα και υποψίες. Ο φόβος που επιστρατεύεται για να πειθαρχήσουν και να υποταχτούν κοινωνίες ολόκληρες και άτομα, στήνουν συρματοπλέγματα, φυλακές, τείχη και κάγκελα παντού. Στένεψαν τα σύνορα του καθενός μας πια και δεν χωρούν ούτε την ανάσα ούτε τις κινήσεις μας. Άνθρωποι εγκλωβισμένοι, ατομικά πακέτα με περιτύλιγμα δίχως επικοινωνία κι επαφή. Μήτε η ψυχή που δεν καταλαβαίνει απ’ αυτά, που δεν καταλαβαίνει από ρέγολες και κανόνες, κουνιέται. Κουρνιασμένη στη γωνία δε βρίσκει κίνητρο, αιτία κι αφορμή να καβαλήσει τη φαντασία και να ξαμοληθεί.
Λάθος κίνηση, λάθος στιγμή και λάθος πλήκτρο έφερε ξαφνικά στην οθόνη μια παλιά εκπομπή σε επανάληψη, μια φωνή, μια ερμηνεία κι ένα τραγούδι που απλώθηκε στην ατμόσφαιρα και την άλωσε.
‘Φεύγω’ ερμηνεύει η Αγγελική Τουμπανάκη (ΕΔΩ). Φεύγω κι εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη, χωρίς δισταγμό, χωρίς αναστολή, με μια πιρόγα με κουπιά, πανιά και κατάρτι, για τον Νότο. Με συντροφεύει η φωνή και μ’ οδηγεί η μελωδία. Πέρασα τον ισθμό, διέσχισα τον κόλπο κι έστριψα για τον Βορρά. Ταξίδεψα παράλληλα στα δυτικά παράλια της χώρας και της βαλκανικής χερσονήσου που συνεχίζουν την ακτογραμμή, ώσπου μια άλλη φωνή ανέλαβε να συνεχίσει τη συντροφιά στο ταξίδι μου. Ο Κροάτης στη καταγωγή Darko Rundek και η Cargo Orkestar του, τραγουδά με τη βαθιά κι ελκυστική φωνή του το Put U Sumrak (ΕΔΩ). Ο ‘Δρόμος προς το Λυκόφως’ μου χαϊδεύει τα αυτιά κι ερεθίζει τις αισθήσεις παρότι δε γνωρίζω την γλώσσα. Δειλινό ήταν κι όταν άφηνα πίσω μου το μαγευτικό Ντουμπρόβνικ με το πολυσχιδές λιμάνι και το φρούριο Μπόκαρ κι ανάστρεφα ξανά προς νότια, νοτιοδυτικά. Έπλευσα προς την Magna Grecia, αλάργα από τις οροσειρές της Apulia και έπιασα Σικελία. Εκεί με προϋπάντησε μόλις βρέθηκα ανοιχτά της Bova η φωνή, σαν ξυραφιά, της Balistreri, της θρυλικής Ρόζας που την ανακάλεσαν απ’ τ’ άστρα και την μίξαραν εξαιρετικά οι  Milagro Acustico.Τραγουδά για την αδικία, και μια αστήριχτη καταδίκη και βρίζει, 'Bottana di to ma‘πουτάνα η μάνα σου’ Milagro Acustico Rosa Balistreri, Sicilia (ΕΔΩ). Γύρισα και περιέπλευσα από Gela, Licata, Agrigento μέχρι Marsala, τον Νότο της Sicilia. Το τραγούδι της Ρόζας συνέχισε να διεγείρει τις αισθήσεις, όμως οι φωνές κι οι ήχοι μπλέκονταν με τις  κραυγές και τους αλαλαγμούς των απελπισμένων ανθρώπων που θαλασσοπνίγονται στα νερά της Λαπεντούζας κι όλης της Μεσογείου. Στοίχειωσαν τα νερά. Η φρίκη κι η υποκρισία των πολιτισμένων δεν έχει τελειωμό.  Αφού λήστεψαν και ληστεύουν πόρους, πλούτη και ζωή, τώρα ορθώνουν τείχη αποτροπής στα θύματά τους. Δεν είναι ο καπιταλισμός, ηλίθιε, είναι η απληστία κι ο αμοραλισμός του είδους τους. Ο Γάλλος Chistophe Mae μαζί με τον Lokua Kanza  από την Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό τραγουδά το δράμα και την απορία ‘Lampedusa’ (ΕΔΩ). Ο σορόκος που ερχόταν πέρα από την Κρήτη και τις ακτές της Παλαιστίνης έσπρωξε τη ρότα μου μέχρι που ‘στριψα προς το Trapani και την ηπειρωτική Ιταλία. Σαν νέος Κύμιος εισβολέας ερευνητής, όρμησα από την μυθολογία, την ιστορία, το παρελθόν και το παρόν  στην πόλη της Παρθενόπης. Σειρήνα που της έτυχε ο κλήρος να θυσιαστεί πέφτοντας στην αγκαλιά των κυμάτων, μιας και δεν μπόρεσε μαζί με τις άλλες να πλανέψουν τον Οδυσσέα. Απ’ εκεί, την piazza Sanazaro όπου και τ’ άγαλμά της, κατευθύνθηκα, με τα πόδια ή την ψυχή δεν έχει σημασία, στα Quartieri Spagnoli, εκεί που συναντά η via Vico dAffitto την via Speranzella, για ν’ ακούσω τον λαϊκό Ναπολιτάνο τροβαδούρο Enzo Gragnaniello να τραγουδά στην ντοπιολαλιά της Napoli το ‘Lo chiamavano vient’ ’e terra (ΕΔΩ). Το ρούφηξα όλο μέχρι τελευταία νότα, όταν κίνησα για τον Βορρά. Περνώντας έξω από την Ostia νέοι και μεγαλύτεροι συναθροίζονται, αγγίζονται, αγκαλιάζονται και συλλειτουργούν πέρα από πρωτόκολλα  νέοϊεροεξετασίστικης επιστημονικής επινόησης, νεοθρησκόληπτης αντικοινωνικής αντίληψης και φασίζουσας επιβολής. Δονούνται σύγκορμοι στους ρυθμούς της μουσικής του ρωμαιογέννητου αλλά με καλαβρέζικη ρίζα και καταγωγή Alessandro Mannarino και στην Babalu του (ΕΔΩ).  Συνέχισα για Sassari αλλά η όστρια που έπνευσε μ’ έβγαλε στην Κορσική. Γνώριζα τον τόπο, σχεδόν με το που άρχιζα να διαβάζω κλασσικά εικονογραφημένα. Τον αντάμωσα μέσα απ’τους ‘Κορσικανούς Αδελφούς του Αλέξανδρου Δουμά. Η απόδοση δικαιοσύνης ακόμη και με την σκληρή κι απολίτιστη μορφή της αυτοδικίας μ’ είχε εξιτάρει και προβληματίσει, αν και παιδί, για χρόνια. Αδελφούς Κορσικανούς συναπάντησα  και τώρα, αλλά μουσικά. Τους κορσικανούς αδελφούς Jean François και Alain Bernardini, που σχημάτισαν από το 1979 τους 'I Muvrini και γέμισαν με ευωδίες, ήχους πολυφωνικούς κι ενόργανους, πολιτισμό μεσογειακό κι ανθρώπινο, όλο τον κόσμο. Τους άκουσα να τραγουδούν το Ma soeur musulmane(αδελφή μου μουσουλμάνα) (ΕΔΩ). Όταν επέτρεψε ο καιρός έπιασα Σαρδηνία για να με συντροφεύσει η Elena Ledda με το Pesa (ΕΔΩ). Τράβηξα πάνω. Ξάμωσα την Antibes και την πέτυχα. Δυο φορές στο παρελθόν είχα σχεδιάσει αυτή την διαδρομή, την εκδρομή και τον στόχο, αλλά οι αναποδιές κι οι ατυχίες με ναυάγησαν. Η πρώτη στα άγουρα χρόνια τα φοιτητικά, σχεδιάσαμε το ταξίδι και χαράξαμε την πορεία, πάνω σε χάρτες της Agip, πέντε νεολαίοι με μια Citroen DC19 του 1961, αλλά δυο φορές πάθαμε λάστιχο στον δρόμο και μείναμε από σασμάν και χρήματα στην Νίκαια. Την άλλη,  την δεύτερη, χρόνια πολλά μετά, με πρόλαβε η αρρώστια στο ξεκίνημα κι εγκαταλείψαμε. Τούτη την τρίτη έπιασα στο λιμάνι κι έψαξα στην παλιά πόλη την οδό Bas Castelet. Την βρήκα και στάθηκα στο νούμερο 8 να αποτίσω φόρο τιμής στην πένα και την γραφή που άντρεψε το μυαλό και προβόκαρε θετικά κι ωφέλιμα τη σκέψη και την κρίση μου. Εδώ δεν άκουγα ήχους και φωνές, παρά μονάχα λέξεις και φράσεις από την «Αναφορά στον Γκρέκο» και το «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Η μουσική με ξαναβρήκε και ξανάγινε οδηγός στο ταξίδι μου με το που ξεμάκρυνα από την πόλη. Ο γρέγος που έπνεε με βοήθησε. Η γαλλογεννημένη Amel Bent με αλγερινομαροκινή καταγωγή και το Rien της με συμμετοχή του ράπερ Alonzo  (ΕΔΩ) φούσκωσαν τα πανιά και τις αισθήσεις μου ξανά. Κατηφόρισα προς τον Νότο της Εύρώπης, παρέκαμψα τα νησιά ile du Levant και ile dHyeres και μπήκα στον κόλπο του Λέοντα με κατεύθυνση τη Μασσαλία. Η Προβηγκία μου ‘φερε θύμησες, γλυκές, νεανικές από την εκπαίδευση και μαθητεία μου στα γαλλικά lycee. Η Μασσαλία μ’ υποδέχτηκε μ’ ηλιόλουστη διάθεση. Η πόλη με το μεγαλύτερο ποσοστό αλλοδαπών μεταναστών από οποιαδήποτε άλλη στη Γαλλία μου προκαλούσε πάντοτε την περιέργεια. Ήταν κι είναι ένα ανθρώπινο παζάρι πολιτισμών και ανθρώπων. Ήθελα λοιπόν να βιώσω την λειτουργία της να πιάσω τον παλμό της. Να βρω και να δω την υπόγεια καθημερινότητά της. Να διερευνήσω τις αντιθέσεις και τις αντιφάσεις της. Να ακούσω τους ήχους της και να μυρίσω τις οσμές της. Αυτό όμως θέλει χρόνο, πολύ χρόνο και δεν εξαντλείται στα πλαίσια μιας επίσκεψης επιφανειακού τύπου αλλά ούτε βέβαια και στα πλαίσια του δικού μου φαντασιακού περίπλου. Ο Jeremy Frerot και το τραγούδι του 'Tu Donnes', (Δίνεις) (ΕΔΩ), μου έδινε ρυθμό κι ενέργεια. Τραγούδι δρόμου, τραγούδι προσφοράς, δοσίματος κι αναζήτησης  που ταίριαζε με την περίπτωσή μου. Μετά την Μασσαλία πάτησα σε μια άλλη αγαπημένη κι άγνωστη, την Βαρκελώνη. Τελευταία την αισθάνθηκα πολύ πιο οικεία διαβάζοντας το ιστορικό μυθιστόρημα του Ισπανού συγγραφέα Il de fonso Falcones, ‘La catedral del mar’.  Χωνευτήρι λαών κι η Βαρκελώνη. Άραβες, Εβραίοι, Αφρικανοί, Μαυριτανοί, τσιγγάνοι μαζί με Καταλανούς επιβιώνουν αιώνες. Τσιγγάνικος ο σκοπός π’ αντηχούσε στ’ αυτιά μου τούτη την στιγμή. Το Lulle Lulle από την Barcelona Gipsy Klezmer Orchestra (ΕΔΩ). Ανεβαίνοντας απ’ το λιμάνι, έστριψα απ’ την via Laietana στην Joan Massana. Ο σκοπός μαζί μου. Συνέχισα στην dels Canvis Nous και βρέθηκα στην πλατεία Santa Maria del Mar. Μπροστά μου ορθώνονταν ο καθεδρικός ναός της ΄Παναγιάς της θάλασσας’. Η ιστορία του Arnau Estanyol, των βαστάζων, της Mar, του Sahat, του Joan, της Aledis και τόσων άλλων ξαναστήθηκε μέσα μου. Όμορφες εποχές κι εικόνες μυθιστορηματικά, αλλά πολύ δύσκολα θα μπορούσε να τις αντέξει και να επιβιώσει ο σημερινός άνθρωπος. Έπρεπε να κατέβω κι άλλο νότια για να περάσω απέναντι στην Αφρική με ασφάλεια. Μόλις καβάντζαρα το Cabo de Palos ή ακρωτήρι της λιμνοθάλασσας της Καρθαγένης, η μουσική των τσιγγάνων έδωσε τη θέση της στο ‘Morena‏’ (ΕΔΩ), των L' Ham de Foc για να με πάει μέχρι την Tarifa, τις πόρτες της Μεσογείου και στην Ταγγέρη. Αφρική. Η καταραμένη ή  κατακλεμμένη ήπειρος. Ο αέρας που ερχότανε από την Σαχάρα μ’ έσμιξε με τη δικιά της μουσική. Οι Daraa Tribes απ’ το Μαρόκο και το ‘Raoudτους (ΕΔΩ) ανέλαβαν να μου κρατούν συντροφιά στην αφρικανική διαδρομή, σ’ ένα μέρος της τουλάχιστον, και στην πλεύση μου. Ο πουνέντες αγάνταρε τα κουπιά κι έσπρωχνε τα πανιά μου για την Ανατολή. Η ισπανική μουσική πήρε την σκυτάλη από τα μπλουζ της Σαχάρας και την μαροκινή μουσική. Ισπανική; Ποια ισπανική; Όχι, όχι, δεν πέρασα ξανά απέναντι στην ιβηρική χερσόνησο, αλλά η Melilla στο μαροκινό γεωγραφικό έδαφος παραμένει ισπανικό στο κράτος. Βλέπεις, οι αποικιοκράτες της ηπείρου μας κρατούν ακόμη εδάφη, πλούτο και πόρους από τις αφρικανικές κατακτήσεις τους. Δεκατέσσερα κράτη της Αφρικής πληρώνουν 500 δις δολάρια αποικιοκρατικό φόρο τον χρόνο, για την ανεξαρτησία τους στην κορυφαία του πολιτισμού χώρα Γαλλία,   στη κεντρική τράπεζα της οποίας καταθέτουν υποχρεωτικά τα εθνικά νομισματικά τους αποθεματικά. Χρέος κι οικονομική υποτέλεια απ’ την μία και ανεξαρτησία απ’ την άλλη είναι έννοιες ασύμβατες. Όμως η μουσική και το τραγούδι ανέβαλε να στείλει τους προβληματισμούς και τις πολιτικές σκέψεις σ’ άλλους χρόνους και τόπους πιο συμβατούς. Η La Mari των πρώην Chambao με το ιδιότυπο flamenco και η Vinila Von Bismark βασίλισσα της new burlesque σκηνής τραγουδούν μαζί το Solo para Mí’ (ΕΔΩ). Προχώρησα πιο ‘κει κι η Αλγερία έστειλε στ’ αυτιά, για να κεντρίσει τις αισθήσεις, μια μεγάλη κυρία της παγκόσμιας μουσικής την Ηasna el Βecharia και το Hakmet Lakdar (ΕΔΩ). Ο γαρμπής που ερχόταν από την ξηρά με απωθούσε και μ’ έσπρωχνε στην Τυνησία. Ξερή γη κι άνυδρη όλο αυτό το δυτικό τόξο του αφρικανικού Βορρά. Δεν βλέπεις στις ακτές κίνηση, όμως σου δίνει την εντύπωση ότι υπάρχει κόσμος. Πολύς κόσμος που συρρέει από τα βάθη της ηπείρου, βουβός κι έτοιμος για το salto mortale στις δυτικές μητροπόλεις για ένα κομμάτι ψωμί, ύστατο βήμα πριν την λιμοκτονία από φτώχεια. Στην Τύνιδα με προϋπάντησε ο πολυτάλαντος και διακεκριμένος συνθέτης, τραγουδιστής, και εκτελεστής ούτι. Dhafer Youssef και  το Dance Layan Danceτου (ΕΔΩ). Πήρα στροφή αλάργα από τον κάβο του Cap Don και κατευθύνθηκα προς το Νότο και την Λιβύη. Εδώ οι ήχοι της μουσικής χάθηκαν. Ούτε ήχοι από πουλιά, ούτε φωνές ακούγονταν, μόνο κρότοι, εκρήξεις και ριπές. Μύριζε μπαρούτι και θανατικό ο αέρας. Ακόμη και ήχοι από τραγούδια και σκοπούς της Κρήτης δεν έφταναν στ' αυτιά μου, ανοιχτά του κόλπου της Σύρτης. Η κατάσταση συνέχιζε έτσι ακόμη κι όταν έπιασα την Αίγυπτο. Μόνο όταν προσέγγιζα την Μέρσα Ματρούχ η μουσική  και οι φωνές των Pharaoh's Daughter με το τραγούδι τους Shnirele perele  (ΕΔΩ) ήρθαν να με συναντήσουν. Για λίγο όμως, γιατί ανηφορίζοντας κι αφήνοντας πίσω και δεξιά μου το Σουέζ, η πραγματικότητα της Γάζας και της Παλαιστίνης τάραξαν πάλι το είναι μου. Πέρασαν πάνω από 70 χρόνια κι οι μεγάλοι κι ισχυροί της γης δεν μπορούν ή δε θέλουν να βρουν μια φόρμουλα για να ηρεμήσουν και να ζήσουν  ειρηνικά οι λαοί της περιοχής; Δεν φτάνει πια το αίμα κι οι ψυχές που έχουν χαθεί και χάνονται καθημερινά; Ο φόβος, η απειλή κι η αντιπαλότητα που κυριαρχεί στην καθημερινότητα των ανθρώπων σ’ αυτή τη γωνιά του κόσμου δεν θα βρει επιτέλους καταλάγιασμα κι ηρεμία; Οι ήχοι από την ακτή έφταναν με διακοπές. Ο The Idan Raichel Project από το Ισραήλ μαζί με τον Vieux Farka Touré από το Μάλι, τραγουδούν το Mon Amour (ΕΔΩ). Οι άνθρωποι της τέχνης προσπαθούν να βρουν μια ισορροπία στις ψυχές και τις ζωές των ανθρώπων μα δυσκολεύονται. Το ίδιο  και στον Λίβανο όπου ο πληθωρικός Λιβανέζος, αρμένικης καταγωγής Ara Malikian με το εξαίρετο βιολί του προσπαθεί να φέρει τον πολιτισμό και την μουσική σ’ αυτήν την ταραγμένη περιοχή με το Watif (ΕΔΩ). Συρία παύση. Η ταραχή φαινόταν καθαρά στα νερά. Στην Θάλασσα του Λεβάντε, το Κιλικικό Πέλαγος και τους κόλπους της Αττάλειας, της Μερσίνας και της Αλεξανδρέττας, η πλεύση ήταν δύσκολη, κακοτράχαλη και κοπιώδης. Ούτε ήχοι, ούτε μελωδίες, μόνο ένταση. Αυτό συνεχίστηκε και μετά το Καστελόριζο. Μόνο μετά την Μαρμαρίδα και την Αλικαρνασσό μου ήρθε ο ήχος από μια πατινάδα της Ιωνίας. Το όνομα, η περιοχή και οι άνθρωποι απ’ αυτή την περιοχή έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ζωή μου. Ζυμώθηκα μαζί τους, ‘γιναν δάσκαλοι, γείτονες, φίλοι, συναθλητές, σύντροφοι και συνοδοιπόροι μου. Εθίστικα στις μουσικές, στις γεύσεις, στα ήθη και τον πολιτισμό τους. Μοιράστηκα τις έγνοιες, τις ιστορίες, τους καημούς αλλά και τον ρατσισμό που βίωναν στον τόπο μας. Πρόσφυγας με τους πρόσφυγες αν και ντόπιος.  ‘Livisiani Mou Perdika’ λοιπόν (ΕΔΩ), ερμηνευμένη από τους Barcelona Gipsy balKan Orchestra. Τους τελευταίους τους ξανασυναντήσαμε αλλά μ’ άλλη φωνή, κλαρινέτο κι όνομα. Γύφτοι, τσιγγάνοι, νομάδες, ρομά,  όπως κι αν τους λέμε είναι άνθρωποι ιδιαίτεροι, ανυπότακτοι κι απροσάρμοστοι στα πρέπει του δυτικού πολιτισμού. Άνθρωποι που ακολουθούν τους δικούς τους κανόνες. Τους βλέπουμε  να γυρνούν γύρω-γύρω από τις χώρες και τους λαούς της λεκάνης της μεσογείου και σαν τις μέλισσες να μεταφέρουν και ν’ αναμιγνύουν μουσικές, οσμές και γεύσεις μεταξύ των ανθρώπων. Κινήθηκα βόρεια στην οριογραμμή μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας    μέχρι τα στενά. Εκεί άκουσα την γνωστή σ’ εμένα φωνή της Michal Elia Kamal και των Light in Babylon που τους γνώρισα απ’ όταν ήταν μια μπάντα του δρόμου, και το τραγούδι τους Bursa'nin Ufak Tefek Taslari (ΕΔΩ). Γύρισα προς την Δύση και τη χώρα μου. Ο απηλιώτης έπνεε ευνοϊκά και μ’ έσπρωχνε προς τον κατάπλου. Με συνόδευε η διασκευή στο τραγούδι  ‘Ξένος για σένα και εχθρός’ που έκανε η Ματούλα Ζαμάνη (ΕΔΩ). Ωραία φωνή ηπειρώτικη κοφτή με γυρίσματα νησιώτικα. Τα μάτια σφαλούσαν από την κούραση και το αντάριασμα των αισθημάτων. Το μάντρωμα που πρόσμενε κατά τας υποδείξεις στένευε την ψυχή. Μου ήρθε ξαφνικά και μου κόλλησε ο στίχος ‘Ανάσα είναι καυτερή / και στέπα του Καυκάσου / η σκέψη που παραμιλά / και λέει τα όνειρά σου’ από το ‘Αερικό’ του Θανάση Παπακωνστντίνου τραγουδισμένο όχι από την Κανά αλλά πάλι από την Ματούλα Ζαμάνη ζωντανά στην  Τεχνόπολη το 2016 (ΕΔΩ), όταν κορμιά, αισθήματα, μαζώξεις κι επαφές συντονίζονταν ταιριασμένα κι αρμονικά με τις φωνές και την μουσική. Εικόνες από το παρελθόν ή προβολές απ’ το μέλλον; Ο άνθρωπος που στην διαδρομή του έδωσε την ζωή του για λευτεριά, ιδέες και πίστη, όποια πίστη, δεν μπορεί να επιτρέπει σε κανένα και για κανένα λόγο και αιτία να του τις στερεί. Προσδοκώ η φυλακή που μας επιβλήθηκε ‘οικειοθελώς’ να μην επαναληφτεί στο μέλλον. Πείραμα τυχαίο ή επιθυμητό, δεν ξέρω, άνοιξε όμως την όρεξη σε πολλούς εξουσιαστές κι  εξουσίες να το επαναλάβουν. Η κορνέτα παίζει κι ο στίχος συνεχίζεται ‘Όσες κι αν χτίζουν φυλακές / κι αν ο κλοιός στενεύει / ο νους μας είναι αληταριό / που όλο θα δραπετεύει’ …έφτασα κι έδεσα. Ξύπνησα ή απομιμήθηκα δεν ξέρω.
Για την αντιγραφή StaMiKous