Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2008

Η αξία του δεύτερου

Τι θα ήταν ο πρώτος αν δεν υπήρχε ο δεύτερος;
Ερώτημα που περιμένει την απάντηση
ή απάντηση που περιμένει το ερώτημα για να λευτερωθεί;

Καρτερία

Στην γκρεμισμένη τους φωλιά
απάνω κελαηδούνε...
Γι' αυτό ζηλεύω τα πουλιά
κι όχι γιατί πετούνε...

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2008

Το παραμύθι.

Η γιαγιά μου όταν ήθελε να μερέψει την περιέργεια τ’ άγνωστου που ‘χει κάθε παιδί μέσα του, μου ‘λεγε συχνά χαϊδεύοντας τα μαλλιά μια ιστορία, ένα παραμύθι:

Κάποτε στην μακρινή Κίνα ένας πολύ φτωχός άνθρωπος ζήλεψε κι έκλεψε μία απλή ξύλινη πίπα. Τον πιάσανε όμως την ώρα που έκανε την κλεψιά και τον κλείσανε στη φυλακή. Έμεινε ξεχασμένος εκεί μέσα για πολλούς μήνες χωρίς δίκη, τόσο, που άρχισε να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βγει, να δραπετεύσει. Όμως δε μπορούσε, γιατί οι φυλακές είχαν μεγάλους τοίχους κι οι φύλακες πολλοί που τον φυλάγανε καλά. Απελπισμένος σκεφτότανε και ξανασκεφτότανε τι να κάνει. Μια μέρα λοιπόν παρακάλεσε κάποιο φύλακα να τον πάει στο βασιλιά.
- Και γιατί θες να δεις τον βασιλιά; ρώτησε ο φύλακας.
- Θέλω να του δώσω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης.
Έτσι, τον οδήγησαν στην αυλή του βασιλιά.
- Τι θέλεις από μένα; τον ρώτησε ο βασιλιάς.
- Μεγαλειότατε, θέλω να σας προσφέρω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης κι έβγαλε από την τσέπη του ένα διπλωμένο κομματάκι χαρτί.
- Μα δεν είναι παρά ένα κουκούτσι από αχλάδι! Φώναξε ο βασιλιάς όταν το ξεδίπλωσε.
- Ναι, είναι μονάχα ένα κουκούτσι από αχλάδι, απάντησε ο κλέφτης, αλλά ένα σπάνιο είδος! Αν το φυτέψετε, θα γίνει δέντρο, και πάνω σ’ αυτό το δέντρο θα ωριμάσουν χρυσά αχλάδια.
- Και τότε γιατί δεν το φυτεύεις εσύ; Ρώτησε ο βασιλιάς.
- Υπάρχει σοβαρός λόγος αποκρίθηκε ο κλέφτης. Για να βγάλει τα χρυσά αχλάδια, πρέπει να φυτευτεί από κάποιον που δεν έκλεψε ποτέ και δεν είπε ψέματα σε κανέναν. Διαφορετικά, θα βγάλει τα συνηθισμένα αχλάδια. Γι’ αυτό έφερα σε σας αυτό το κουκούτσι, γιατί σίγουρα δεν έχετε κλέψει, ούτε εξαπατήσει ποτέ κανέναν.
- Τι βλακείες μουρμούρισε ο βασιλιάς, ο οποίος θυμήθηκε ότι είχε κλέψει αρκετές φορές κι εξαπατήσει φτωχούς χωριάτες με τη βαριά φορολογία.
- Εντάξει, τότε ας το φυτέψει ο υπουργός σας, αφού εσείς δεν με πιστεύετε, είπε ο κλέφτης.
- Εγώ δεν το πιστεύω και δεν θα το κάνω, απάντησε ξερά ο υπουργός που είχε δωροδοκηθεί πάμπολλες φορές από πολίτες.
- Εντάξει, ας το φυτέψει ο στρατηγός του βασιλικού στρατού, πρότεινε ο κλέφτης.
- Μα εγώ δεν κάνω για κηπουρός, είπε αφού κι αυτός είχε εξαπατήσει τους στρατιώτες του στην πληρωμή τους.
- Εντάξει, τότε ας δοκιμάσει ο ανώτατος δικαστής.
Αλλά, ούτε και ο δικαστής δέχτηκε, γιατί συνήθως έβγαζε τις αποφάσεις του ανάλογα με τα λεφτά που ο κόσμος του έδινε.
- Ας, το φυτέψει, επιτέλους, ο φύλακας των φυλακών.
- Δεν ασχολούμαι εγώ με τέτοια θέματα, τσίριξε πικρόχολα αφού κι αυτός με τη σειρά του δεχόταν λεφτά από τους φυλακισμένους και κανόνιζε πόσο αυστηρά θα τους συμπεριφερόταν.
Κι έτσι συνεχίστηκε η ιστορία για κάμποση ώρα. Οποιονδήποτε και να πρότεινε, αυτός έβρισκε μια δικαιολογία για ν’ αρνηθεί, γιατί δεν είχε καθαρή τη συνείδησή του. Στο τέλος ο κλέφτης ξέσπασε σε γέλια:
- Όλοι σας, όποιοι κι αν είστε, και δεν εξαιρώ κανέναν, κλέβετε, εξαπατάτε, λέτε ψέματα, αλλά κανένας δεν μπαίνει γι’ αυτά στη φυλακή. Ενώ εγώ, το μόνο που πήρα ήταν μια παλιά, σπασμένη ξύλινη πίπα, κι όμως έπρεπε να με κλείσουν γι’ αυτό μέσα.
Κι επειδή είναι παραμύθι, έχει όπως πάντα καλή κατάληξη, έτσι ο βασιλιάς άφησε ελεύθερο τον «τίμιο» κλέφτη!


Τώρα γιατί το παραμύθι της γιαγιάς ήρθε στην θύμηση μου μια ζεστή νύχτα τ’ Αυγούστου με μαΐστρο, όταν τα ιδεώδη των προγόνων μου ναρκώνονταν από την χημική απληστία των εμπόρων, δεν ξέρω. Ούτε ξέρω γιατί το παραμύθι ξαλγούσε την μνήμη μου, όταν η πράγματι σπουδαία ιστορία ενός αρχαίου λάου ξεδιπλωνόταν στα μάτια μου με χολιγουντιανή κενόδοξη, αναντίστοιχη με τον λαό, μεγαλοπρέπεια. Σάμπως ξέρω γιατί το παραμύθι έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου, όταν η πίστη μου κλονίζεται στο Βατοπαίδι, η ψήφος μου πλουτίζει τους κυβερνήτες, η ανοχή μου μακελεύει λαούς στο όνομα ΤΟΥ κι ο πόνος περίσσεψε της χαράς στις μέρες μας; Όχι δεν ξέρω. Ούτε που ξέρω στους χρόνους μας που οι γιαγιάδες χάθηκαν στα ιδρύματα, γατί τα δυο λόγια του παραμυθιού λένε τόσο απλά αυτό που εκατομμύρια λέξεις καθημερινά σε δελτία κι εκπομπές ανθρώπινες δε το μπορούνε.
Το μόνο που ξέρω σίγουρα, είναι ότι ο μύθος ταξίδεψε, ήρθε και φώλιασε στο παρόν, έγινε πραγματικότητα κι εμείς γινήκαμε μέρος του αναπόσπαστο χωρίς διακριτά όρια. Αυτό που ίσως δεν ξέρω είναι αν της καθημερινότητας μας το παραμύθι έχει την ίδια κατάληξη με αυτό της γιαγιάς μου. Θα δούμε.

ΥΓ: Δεν ελπίζω και προσπαθώ να μη φοβούμαι, Δάσκαλε.

Ιόλαος
(Δημοσιεύτηκε στο Ελληνικό Σπίτι Οκτώβρης 2008)

Οι σοφοί της οικονομίας...

...και η κυρά Μάρω!

του Αλέξανδρου Πιστοφίδη

Τον 13ο και 14ο αιώνα, σε ολόκληρη τη Δυτική φιλοσοφία και θεολογία κυριαρχούσε η λεγόμενη Σχολαστική Σχολή με πνευματικό ηγέτη τον Θωμά τον Ακινάτη. «Φιλόσοφοι» και θεολόγοι είχαν ενθουσιαστεί τόσο πολύ από τον Αριστοτέλη, ώστε σχεδόν τον θεοποίησαν. Την εποχή εκείνη καθιερώθηκε και το Ipse Dixit (όπως είπε – ο μέγας Δάσκαλος). Σε ένα μοναστήρι Φραγκισκανών μοναχών, μετά το δείπνο, τέθηκε το ερώτημα «πόσα δόντια έχει το άλογο»; Αφού είδε ο ηγούμενος ότι δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν, είπε σε έναν δόκιμο μοναχό να πάει στη βιβλιοθήκη και να φέρει τα βιβλία του Μέγα Δασκάλου(Αριστοτέλη) ώστε να σιγουρευτούν. Ο δόκιμος-μοναχός, αγνοώντας το κλίμα της μονής, έκανε την πιο απλή και λογική ερώτηση, που θα έκανε και ένα παιδί: «Αδερφοί, δεν είναι καλύτερα να φέρω ένα άλογο από το στάβλο που είναι δίπλα για να μετρήσουμε τα δόντια του από το να ανεβαίνω στον τρίτο όροφο της βιβλιοθήκης»; Και τότε (όπως γράφει ο ιστορικός) σηκώθηκαν οργισμένοι όλοι οι μοναχοί και ζήτησαν από τον ηγούμενο να τιμωρήσει παραδειγματικά τον βλάσφημο δόκιμο, που τόλμησε να αμφισβητήσει το Μέγα Δάσκαλο. (παρεμπιπτόντως και επειδή κανείς δεν είναι τέλειος, ο Αριστοτέλης, παρότι παντρεύτηκε δύο φορές, πίστευε ότι οι γυναίκες έχουν λιγότερα δόντια από τους άντρες. Δεν έκανε ποτέ τον κόπο να τα μετρήσει).
Και για να έρθουμε στο θέμα μας, εδώ και καιρό, διάφοροι θεωρητικοί «Σοφοί της οικονομίας», συμπεριφέρονται το ίδιο ακριβώς όπως και οι Σχολαστικοί. Ανθρωποι που δεν έχουν δουλέψει ποτέ στην ελεύθερη αγορά και που τα τελευταία τριάντα χρόνια θεοποίησαν τον λεγόμενο «Γκουρού» της Σχολής του Σικάγου, τον νομπελίστα οικονομολόγο Μίλτον Φρίντμαν, αντί να δημιουργήσουν νέα γνώση, αναμασούν οτιδήποτε έγραψε και είπε ο Μίλτος από το Σικάγο. Ο άνθρωπος που έγραψε στα παλιά του τα παπούτσια ότι δημιούργησαν οι μεγάλοι κλασικοί της οικονομίας (Σμιθ, Ρικάρντο και Μιλ) και έκανε τη οικονομική επιστήμη σχολή Χάρι Πότερ, εξακολουθεί να έχει τον πρώτο λόγο. Για τον Φρίντμαν, «όλα πάνω στη γη είναι χρήμα και με το χρήμα ρυθμίζεις τα πάντα και φυσικά και την αγορά». Οσοι εξακολουθούσαν να πιστεύουν όπως οι κλασικοί, ότι οι κύριοι συντελεστές δημιουργίας αξιών είναι η ζωντανή εργασία, η αποταμιευμένη εργασία(κεφάλαιο) και η γη (έγγειος πρόσοδος), χαρακτηρίστηκαν αναχρονιστές ακόμη και από τον Μπαρμπαγιώργη, που παίζει στο χρηματιστήριο και επαναλαμβάνει συνεχώς αυτό που του έχουν πει:«η προσδοκία από μόνη της και δίχως εργασία, στο χρηματιστήριο δημιουργεί αξία».
Μέσα σε αυτό το πνεύμα λοιπόν και για να ξεπεραστεί η κρίση, μαζεύτηκαν πριν λίγες μέρες οι σοφοί ηγέτες της Ευρώπης με τους σοφούς συμβούλους τους και ο σοφότερος όλων, ο Γκόρντον Μπράουν, είχε την φαεινή ιδέα, θεϊκή έμπνευση (έτσι την πούλησαν τα πουλημένα ή άσχετα ΜΜΕ), άκουσον-άκουσον, να ενισχύσουν τις τράπεζες με 1.44 τρις ευρώ για να σώσουν την οικονομία. (ούτε ο Αριστοτέλης δεν θα κατέβαζε μια τόσο καινοτόμο ιδέα). Κανείς δεν έθεσε το απλό ερώτημα «ωραία, οι τράπεζες θα έχουν φτηνό χρήμα να δανείσουν επιχειρήσεις μη μείνουν από ρευστότητα για να συνεχίσουν να παράγουν, για ποιους όμως δυνάμει πελάτες-καταναλωτές, για εκείνους που έχασαν τρισεκατομμύρια, είναι χρεωμένοι μέχρι το λαιμό και χρεώθηκαν κι άλλο με την αύξηση του δημοσίου χρέους, ή θα παράγουν για εξωγήινους;
Η χθεσινή εκτίμηση της μεγαλύτερης εταιρείας ηλεκτρονικού εμπορίου στον κόσμο της Ebay, ότι η φετινή χριστουγεννιάτικη αγορά θα είναι η χειρότερη των τελευταίων ετών, ήταν ένα νέο αρνητικό μήνυμα για τους ανθρώπους των χρηματιστηρίων, που ξαφνιάστηκαν, όχι όμως και για την Κυρά Μάρα από τη Νάξο.
Η κυρά Μάρα η ταβερνιάρισσα, με πικρή καρδιά, έδιωξε μάσα στον Αύγουστο τους τρεις υπαλλήλους της γιατί δεν είχε δουλειά.
Η κυρά Μάρα δεν έχει ακούσει ποτέ για τους Ανταμ Σμιθ και για οικονομικές κρίσεις ούτε για τον Κέϊνς και για την οικονομία της προσφοράς και της ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης, πρόβλεψε όμως από τον Αύγουστο πως « Θα πέσει πείνα σε λίγο κύριέ μου. Οι άνθρωποι δεν έχουν χρήματα. Πέρυσι το μαγαζί μου τέτοια ώρα ήταν γεμάτο και φέτος μαγειρεύουν όλοι στα δωμάτιά τους ή τρώνε μόνο σουβλάκια».
Η κυρά Μάρα δεν ξέρει ότι «η οικονομική δεν είναι καθαρή επιστήμη όπως τα μαθηματικά και η φυσική αλλά εμπειρική επιστήμη», αλλά αυτό φαίνεται πως το αγνοούν και οι θεωρητικοί σοφοί της οικονομίας που έμαθαν να δουλεύουν μόνο με θεωρητικά μοντέλα αγνοώντας πως σκοπός της οικονομικής είναι να υπηρετήσει την ευημερία των ανθρώπων και όχι των αριθμών και των μοντέλων.
Η κυρά Μάρα δεν ξέρει τίποτα για την «οικονομική, την επιστήμη της άριστης διαχείρισης των πόρων στην ανθρώπινη κοινωνία», σαν καλή νοικοκυρά όμως γνωρίζει πολύ καλά να νέμεται τα του οίκου της και όπως φαίνεται καλύτερα από τους τραπεζίτες. Απλώνει τα πόδια της μέχρι εκεί που της επιτρέπει το σεντόνι της και πάνω από τα ταμείο έχει το γνωστό σκίτσο «ο πωλών τοις μετρητοίς και ο πωλών με δόσεις». Ξέρει ότι αν αφήσει κάποιον να ξεπεράσει την πιστοληπτική του δυνατότητα, πέρα από την πίστωση θα χάσει για πάντα και τον πελάτη
Η κυρά Μάρα μπορεί να μην ΄έχει ακούσει ποτέ για το την ισορροπία του αγοραίου συστήματος «μεταξύ παραγωγών αγαθών και υπηρεσιών» από τη μια και «καταναλωτών και ιδιοκτητών εργασίας» από την άλλη, αλλά ξέρει από την πείρα της ότι για να βγάλει λεφτά χρειάζονται δύο όπως και στο ταγκό. Η ελληνική κυβέρνηση έχει δεσμεύσει για τις τράπεζες τα διπλάσια σχεδόν λεφτά από αυτά που θα πάρει για τα επόμενα έξι χρόνια από τις Βρυξέλλες (ΕΣΠΑ 2007-2013), προτίθεται να μαζέψει 7,2 δις από φόρους και το ερώτημα που αφορά τους πάντες, είναι, «ποια θα είναι η αγοραστική δύναμη του μέσου έλληνα τον επόμενο χρόνο και από πού θα αντληθεί αυτή»; Τα τελευταία χρόνια, μέσα από επιδοτούμενα προγράμματα ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας (νεανικής , γυναικείας, κ.α.) σπρώχτηκαν χιλιάδες έλληνες να στήσουν τη δική τους επιχείρηση. Στη συντριπτική τους πλειονότητα όλοι αυτοί χρεοκόπησαν. Του χρόνου, μέσα από το ΕΣΠΑ θα ξαναγίνει το ίδιο. Δεν απαιτούνται ιδιαίτερες γνώσεις για να κάνει κανείς προβλέψεις. Αυτή τη φορά τα πράγματα θα είναι χειρότερα. Η κυρά Μάρω θα συμβούλευε τους περισσότερους να κάτσουν στα αβγά τους μέχρι να κοπάσει η κρίση. Εγώ θα τους συμβούλευα να συμβουλευτούν την κυρά Μάρω και όχι κανέναν ειδικό οικονομολόγο-σύμβουλο επιχειρήσεων, όχι γιατί δεν ξέρει, αλλά γιατί τον συμφέρει να τους συμβουλέψει με το αζημίωτο να επιχειρήσουν.
Αν γι αυτήν την οικονομική κατάσταση δεν φταίνε εκείνοι (διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί, Οικονομολόγοι-σύμβουλοι κρατών και τραπεζών και πολιτικοί), που στην επιτυχία καρπώνονται τα οφέλη και στην αποτυχία σφυρίζουν αδιάφορα, τότε ποιος στο διάολο φταίει; Εδώ πανηγύρισαν ακόμη και τον Γκόρντον Μπράουν για την ιδέα του και αυτό μόνο για μια ημέρα. Την Δευτέρα, όταν εκτινάχτηκαν οι μετοχές στα ύψη κάποιοι τον ανέβασαν στην κορυφή του Ολύμπου. Σήμερα, δεν θα έπρεπε να μουτζώσουν, τουλάχιστον τον εαυτό τους;