Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018

Πάντα νίκες


Ηλιόλουστο χειμωνιάτικο απομεσήμερο στη Θεσσαλονίκη, με το κρύο να με τσιτώνει ευχάριστα. Φαινομενική ηρεμία, αν αγνοήσεις το μποτιλιάρισμα στην παραλία και δεις σαν γενικό πλάνο τον Θερμαϊκό. Ράθυμοι ρυθμοί, χαλαροί, ντόπιοι. Πίνω τσίπουρα με τον Λουκά στο λιμάνι σ’ ένα κουτουκάκι, εξωραϊσμένο βέβαια σύμφωνα με τις επιταγές της σύγχρονης εποχής, αλλά κουτουκάκι που σέρνει από παλιά. Φίλος και συνεργάτης μιας ζωής ο Λουκάς, τα παρατούσε όλα κι ετοιμαζόταν να μεταναστεύσει στην Εσπερία. Προηγήθηκε λίγους μήνες πριν η κυρά του και κάποια χρόνια πιο πριν οι γιοί του που βρέθηκαν με την κρίση χωρίς δουλειά. Πήραν λοιπόν τον δρόμο της νέας ξενιτιάς που ακολούθησαν κι ακολουθούν χιλιάδες νέοι και νέες του τόπου μας με ένα σωρό πτυχία, διδακτορικά και διπλώματα.
Η ατμόσφαιρα βαριά. Δυο τύποι ώριμης ηλικίας στο πάλκο παίζουν ο ένας με βιολί κι ο άλλος με λαούτο σκοπούς της Ανατολής, Σμυρνέικους. Η μεταξύ μας συζήτηση λιγόλογη, με πολλές παύσεις και σιωπές με νόημα, λες κι ακολουθούμε το γνωστό άσμα του Νίκου Παπάζογλου «..Ραγίζει απόψε η καρδιά / με το μπαγλαμαδάκι / πολλά κομμάτια έγινε / σπασμένο ποτηράκι / Κανείς εδώ δεν τραγουδά / κανένας δε χορεύει / ακούνε μόνο την πενιά / κι ο νους τους ταξιδεύει..»
Μονολόγησα τη σκέψη μου φωναχτά «Μετανάστης στα ύστερα βρε Λουκά;».
«Πρόσφυγας» είπε ξερά και βλέποντας την απορία στα μάτια μου συνέχισε, «Μετανάστης είσαι όταν σε διώχνει ο τόπος σου, πρόσφυγας όταν σε διώχνουν άλλοι απ’ αυτόν. Ο τόπος μας σίγουρα δεν μας διώχνει, είναι ευλογημένος. Μπορεί άνετα να ζήσει εμάς όλους κι άλλους τόσους. Αυτοί που μας διώχνουν είναι αυτοί που τον διαφεντεύουν. Αυτοί που τον ξεζούμισαν, αυτοί που τον ρήμαξαν και τώρα διώχνουν εμάς σαν υπόλογους, υπαίτιους και φταίχτες. Μας αναγκάζουν ξανά να ακολουθήσουμε την μοίρα του ρωμιού…»
Ήξερα την ιστορία του, την είχα ακούσει κι άλλες φορές. Πρόσφυγας από τη Μικρά Ασία ο πατέρας του, έτρεξε μικρό παιδί, μ’ ένα μπόγο στον ώμο, να αποφύγει τους τσέτες και τους αφηνιασμένους νεότουρκους. Διάβηκε βουνά, διάβηκε λαγκάδια για να φτάσει στην παραλία. Έχασε αδελφό κι αδελφή στο δρόμο. Χάθηκε και με τους γονιούς του. Βούτηξε στη θάλασσα και θα πνιγόταν, όπως πνίγονται και οι σημερινοί στα νερά του Αιγαίου και της Μεσογείου, αν δεν βρισκόταν ένα χέρι την τελευταία στιγμή να τον τραβήξει πάνω σ’ ένα πλοίο. Ξεβράστηκε στον Πειραιά, όπου βρήκε ευτυχώς τη μάνα, τον πατέρα κι αδελφή νεογέννητη. Τους έστειλαν κάπου στην Πελοπόννησο, αλλά δεν στέριωσαν, μπορεί και να μην ήθελαν αυτοί, μπορεί να μην τους ήθελαν κι οι ντόπιοι. Τράβηξαν για τα βουνά της Μακεδονίας, όπου τους έδωσαν κλήρο άγονη γη για να καλλιεργήσουν. Σιγά-σιγά την ξεχέρσωσαν, την ανάπλασαν κι άρχισαν να στήνουν το σπιτικό τους. Παντρεύτηκαν, έκαναν παιδιά, φαμίλια και προσπάθησαν να ορθοποδήσουν, ώσπου οι Βούλγαροι φασίστες στην κατοχή έκαψαν σπίτια και βιός κι όρμησαν να μαζέψουν όλα τ’ αρσενικά πάνω από τα δώδεκα για τα ντουρντουβάκια. Ευτυχώς κατάφεραν να ξεφύγουν και με χίλια βάσανα και την πραμάτεια τους, όση απέμεινε δηλαδή κι όση μπορούσαν οι ώμοι τους να βαστάξουν, έφτασαν στη Θεσσαλονίκη με τα πόδια.Εκεί πάλι πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, μετεμφυλιακά χρόνια. Ξανά διώξεις, ξανά καταγγελίες για συμμέτοχους και συνοδοιπόρους. Κυνηγητό που γινόταν πιο εύκολο σ’ αδύναμους και πρόσφυγες. Αυτή την εποχή γεννήθηκε κι ο Λουκάς, αυτές τις δυσκολίες αντιμετώπισε αυτός κι η φαμίλια του, αυτές τους οδήγησαν να ξαναφύγουν, για να κρυφτούν στη μεγάλη πόλη των Αθηνών ακλουθώντας την νέα προσφυγιά που εύηχα και παραπλανητικά ονόμασαν αστυφιλία. Εκεί, με δυσκολίες βέβαια που κράτησαν χρόνια, φάνηκαν ότι τα πράγματα ηρεμούν. Ο Λουκάς μεγάλωσε, σπούδασε, παντρεύτηκε, έφτιαξε οικογένεια κι έστησε επάγγελμα. Δούλεψε σκληρά κι όταν ήρθε η ώρα να απολαύσει τους κόπους της δουλειάς του, στη γαλήνη και την ξεγνοιασιά των ύστερων χρόνων, ήρθαν τα πάνω κάτω. Ήρθε η κρίση. Τα παιδιά έφυγαν και κάποια στιγμή ζήτησαν τη βοήθεια να φτιάξουν το δικό τους μέλλον, τη δικιά τους μικρή εταιρία. Η προσφυγιά τότε από θύμηση ξανάγινε πραγματικότητα. Γιατί όπως συμβαίνει στους λαούς και τους ανθρώπους όπου η οικογένεια, η κοινότητα, το χωριό και οι μορφές συλλογικότητας μετράνε, η βοήθεια είναι υποχρέωση και καθήκον προς τα μέλη που την έχουν ανάγκη.
Λες και διάβασε το συλλογισμό και τη σκέψη μου και συνέχισε..
«Τι να κάνω; Με ένα μισθό βιός δε γίνεται. Δουλεία μασκαρεμένη είναι ο μισθός κι όταν μάλιστα αμείβεσαι λιγότερο από τον ντόπιο για τις ίδιες ώρες και την ίδια εργασία, γίνεται χειρότερη, αβάσταχτη και άδικη. Στήνουνε λοιπόν τα παιδιά μια μικρή μεταφορική επιχείρηση κι έχουν ανάγκη από χέρια κι ανθρώπους. Είπαμε λοιπόν με την κυρά μ’ ό,τι δυνάμεις έχουμε κι όσο μπορούμε, να τα αφήσουμε όλα πίσω και να πάμε να βοηθήσουμε. Έτσι γίναμε ξανά πρόσφυγες…..».
Ακολούθησε σιωπή.
«Δε σε φοβάμαι, θα τα καταφέρεις», είπα αμήχανα για να διασκεδάσω την κατάσταση. «Δε σε τρομάζουν εσένα τα ξένα και τ' άγνωστα. Και τα παιδιά θα βοηθήσεις και νέα ζωή θα στήσεις και παρέα και κοινότητα μ’ άλλους θα φτιάξεις, όπως κάνατε άλλωστε πάντα οι πρόσφυγες με τις πόλεις και τις συνοικίες σας»
«Σπιναλόγκες» είπε κοφτά. «Γκέτο και περιθώριο ήταν οι πόλεις μας, συρματοπλέγματα φανερά και άφαντα για να μη μαγαρίζονται οι ντόπιοι». Ξεροκατάπιε και συνέχισε, «Οι πρόσφυγες άμα ριζώσουν σ’ άλλο τόπο, πρώτα, πρώτα στήνουν εκκλησιές για να αποθέσουν την πίστη τους, να τη φυλάξουν και να την τιμήσουν. Ύστερα σα τ’ αγκωνάρια φτιάχνουν ομάδες. Ομάδες, ναι, ομάδες, γιατί αυτές όταν παίζουν λένε την ιστορία μας. Μιλάν για τις ρίζες, τους ξεριζωμούς και τις στράτες μας κι έτσι κρατούν τις θύμησες ζωντανές. Ενώνουν το παρελθόν με το παρόν και ζωγραφίζουν το μέλλον μας. Κι όταν νικάνε οι ομάδες μας, νικά η ιστορία μας, νικούν όλα αυτά που περάσαμε κι αντέξαμε και μας κάνουν περήφανους». Ξεροκατάπιε για δεύτερη φορά και σταμάτησε λίγο.
«Εκκλησιά έχει εκεί που πάω. Άμα δώσει ο Θεός κι έχω τη δύναμη, το χρόνο και την αντοχή, θα μαζέψω κανά δυο ντουζίνες παιδιά, προσφυγόπουλα και θα φτιάξω ομάδα. Ομάδα για να παίζουμε και να λέμε την ιστορία μας».
Ήπιαμε την τελευταία γουλιά κι αγκαλιαστήκαμε. Τα μάτια ήταν βρεγμένα και των δυο.
«Καλή αντάμωση καρντασιά μου» είπε.
«Να ‘σαι πάντα γερός, Λουκά», είπα «και να ξέρεις ότι τόπος δεν είναι μόνο το χώμα, είναι κι οι ψυχές π' αγάπησες και σ’ αγαπήσανε». 
Το τελευταίο δε βγήκε, σταμάτησε μεσόστρατα και πνίγηκε στο λαρύγγι.
Βγήκαμε παραλία, ενώ άρχιζε να ζυγώνει το δείλι. Ξεμακρύναμε, εγώ τραβώντας για την Ανατολή κι αυτός αντίθετα. Ξάφνου γύρισα έσφιξα τη γροθιά μου και φώναξα μ’ όση δύναμη είχα.
«Πάντα νίκες Λουκά, πάντα νίκες».
Άκουσε κι έτσι όπως έγερνε ο ήλιος προς την Δύση και φώτιζε κόντρα την μορφή του σα σκιά, σήκωσε το χέρι ψηλά και με την παλάμη ανοιχτή το κούνησε. Έμοιαζε σαν αετός που πετούσε ανεβαίνοντας στον ουρανό.

*η φράση «…οι ομάδες μας όταν παίζουν λένε την ιστορία μας…» είναι παρμένη από το trailer της νέας ταινίας 1968 του Τάσου Μπουλμέτη κι αποτέλεσε την αφορμή για τη μυθοπλασία και τις πραγματικότητες αυτού του αφηγήματος.