Τελειώματα απέμεναν τ’ Αυγούστου, του πιο ζεστού των χρόνων που πέρασαν από τον μεγάλο πόλεμο. Ο κόσμος αγκομαχούσε, σαν γκαζοζέν παλιό σε ανηφόρα χωμάτινη, να περάσει τη ζέστη που σαν κατάρα πλάκωνε θαρρείς κι ερχόταν να εκδικηθεί τις μπαγαποντιές και τις σπατάλες που ’καναν οι άνθρωποι πάνω στη πλάση.
Νύχτα ή ξημέρωμα ήτανε θαρρώ όταν οι οθόνες των σπιτιών μας σκοτείνιασαν από τον καπνό και πορφύρισαν από την λάμψη του θεριού που βάλθηκε να πυρπολήσει την φύση και να ξεκάνει ανθρώπων έργα που στεκαν εκεί για αιώνες.
Τα πύρινα μέτωπα ξεπήδαγαν το ένα μετά το άλλο με μαθηματική αλληλουχία σαν να τα οδηγούσε συνομωσία επουράνια της φύσης που ’θελε να τιμωρήσει τον βιασμό ή κολασμένων εγκεφάλων ανώτατος σχεδιασμός που ’θελε να καρπωθεί την επαύριο.
Μάνη, Ταΰγετος, Ζαχάρω, Μεγαλόπολη, Καλαμάτα, Κυπαρισσιά, Πάρνωνας, Σπάρτη, Τριπολιτσά, Ηλεία, Ολυμπία και Κράνιο σκέτο για τον ανώτατο άρχοντα του αφασικού μας πολιτισμού, τυλίχτηκαν στις φλόγες. Λαμπάδιασε και καιγόταν ο Μωριάς πιότερο απ’ το ’21 μιας και δεν υπήρχαν εκεί ο Ιμπραήμ, ο Δράμαλης, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και ο Πλαπούτας που σεβόταν και νοιάζονταν τον τόπο κάλιο από τους σημερινούς αρχόντους. Άμοιροι, όμηροι ήρωες εξοβελίζονται συνεχώς από τα σχολικά κιτάπια και τις ψυχές των παιδιών μας εξαιτίας μερικών φανατικών δασκάλων που βάλθηκαν να προλάβουν το μέλλον αφού αδυνατούν να σταθούν στο παρόν και να κατανοήσουν το παρελθόν που τους γέννησε. Λες και οι κοινωνίες των ανθρώπων δεν μπορούν να συγκροτούνται και να πορεύονται πέραν από την βούληση και τις επιθυμίες που ’χουν γι’ αυτές η σκέψη ή ο πλούτος ορισμένων. Ας είναι.
Κορμιά ανθρώπινα και ζωντανά, καρποί, σοδιές και βλάστηση γινότανε στάχτη και κάρβουνο καθώς προχωρούσε η καταστροφή. Παρατηρητές ανήμποροι να αντιδράσουμε, καθηλωμένοι στην εξουσία της εικόνας και στη φωνή του παρουσιαστή οι Έλληνες. Μορφές άμορφες από τον πόνο, φωνές άφωνες από την έκπληξη, αισθήματα μετέωρα από την ένταση και την ορμή του ξαφνικού.. Δέος κι απορία μαζί. Ερωτήματα αναπάντητα ξεπήδησαν ύστερα. Ερωτήματα που ζήταγαν απεγνωσμένα να κατασταλάξουν σε συμπέρασμα κι αναζητούσαν το αίτιο και το αιτιατό.
Κράτος, άκρατης υποκρισίας. Υπεύθυνοι, ανεύθυνοι παντού παρακολουθούσαν το δράμα σαν σε ταινία παρά έτρεχαν για να το αποσοβήσουν. Αστυνομία, πυροσβεστική, τοπική αυτοδιοίκηση κάθε βαθμού αποποιούνταν την υμετέρα ευθύνη προσδοκώντας να την φορτωθούν οι άλλοι. Κόσμος, μόνος αλλόφρων, ανειδίκευτος, αβοήθητος, καχύποπτος στις όποιες εντολές. Οι πολιτικοί, αχ αυτοί οι πολιτικοί του επαγγελματικού κοινοβουλευτισμού μας υποκλίνονταν ταπεινά κι ευλαβικά στο τραγικό της στιγμής συμφώνως προς τας υποδείξεις των image maker και των επικοινωνιολόγων της συμφοράς τους. Κι όταν οι μέρες περνούσαν, οι πυρκαγιές πλήθαιναν, η τραγωδία μεγάλωνε κι οι εκλογές πλησίαζαν, έντρομοι οι πατέρες του έθνους άρχισαν να τάζουν, να δίνουν, να πλειοδοτούν, να υπόσχονται όχι για να σώσουν τον τόπο αλλά το δικό τους μέλλον να περισώσουν νοιαζότανε.
Τέλος, τέλος ή αρχή δεν έχει σημασία, οι τελάληδες της συμφοράς, ύψιστοι φύλακες, απρόσκλητοι, του δικαιώματος της ενημέρωσης μας, μετά το πρώτο μούδιασμα βάλθηκαν να συμπληρώσουν το όλο σκηνικό. Ρεπορτάζ με λόγια χωρίς νόημα. Εικόνες που υποτάσσονταν στον λόγο. Λόγος που υπονόμευε την εικόνα. Φωνές, συζητήσεις, οδηγίες, δημοσκοπήσεις, σκοπιμότητες, εξηγήσεις ανευθύνων, περιπτωσιολογίες, εποίκων ή παραθεριστών κυρίως, που μπέρδευαν την όποια οργάνωση και τους αλλοφρονούντες υπευθύνους. Show που φώτιζε το μικρό, το επιμέρους κι εμπόδιζε το αυθεντικό, το όλο να αναδειχθεί έβγαινε από τις οθόνες μας.
Όταν η βοή, ο κουρνιαχτός κι αντάρα πέρασαν, οι εκλογές πλησίαζαν και η τηλεθέαση τους κέρδιζε πόντους, οι τελευταίοι συνομιλητές επαναλάμβαναν τις κοινοτυπίες τους τότε ήρθαν στο γυαλί μας τα πρόσωπα, οι γηγενείς που βίωσαν τον πόνο σε πρώτο πρόσωπο, οι πρωταγωνιστές, αυτοί που θα βιώσουν και την επαύριο.
Πρόσωπα σμιλευμένα από πέτρα, χαρακία ο χρόνος κι ο τόπος πάνω τους. Καρτερία, γαλήνη μέσα στον πόνο κι αισιοδοξία γήινη, ανέξοδη από αφύσικες προσμίξεις. Κι ο λόγος τους; «Να ’ναι καλά όλα τα παιδιά του κόσμου, για μας έχει ο Θεός» λέει η ενενηντάχρονη γιαγιά. Λόγια ζυμωμένα με πηλό, λόγια λιτά, απέριττα, θυμοσοφικά που κάθε γράμμα κουβαλάει ζωή μέσα του. Κι οι νέοι εκεί δυναμικοί, χωρίς βερμπαλισμούς κι αποφασισμένοι να φτιάξουν τον τόπο του που ’ναι κι ο τρόπος της ζωής τους.
Δημιουργοί και δημιουργήματα ταυτόχρονα σε ένα αέναο αλισιβερίσι της ζήσης. Δεν είναι αυτοί που ζητούν την βοήθεια μας εμείς χρειαζόμαστε τη δική τους. Δεν είναι αυτοί που πρέπει να μας ευχαριστούν για το χρέος μας αλλά εμείς να τους ευχαριστούμε που υπάρχουν. Εμείς οι μυρμηγκάνθρωποι των τσιμεντένιων ghetto που μπερδευτήκαμε στο δρόμο, που χάσαμε νόημα και προσανατολισμό στο ταξίδι.
Ιόλαος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου