Αργά
Ταξίδεψαν τα χρόνια της ψυχής σου
μετρώντας τις δεκάρες της ζωής σου.
Μια μια.
Χρυσές, λαμπερές, ξένες,
μπρούτζινες, χωμάτινες και τσιμεντένιες.
Ράκος λοιπόν, απαλοιφάδι της ψυχής δεν έμεινε
για να στηθείς,
με τα χρόνια που κάθισαν στη πλάτη.
Που να χωρέσουν τόσα πολλά
σε τόσο λίγα μέτρα γης;
Το ερώτημα που ξάγλησε τα βλέφαρα
ήρθε μ’ αιώνες καθυστέρηση.
Ρεζίλεψε τη νιότη.
Χλεύασε κακότροπα την πεθυμιά
Αντίκρισε σκεφτικά τη ματαιότητα.
Σάρκασε την απληστία.
Άργησε όμως.
Πάντα αργεί,
για τους πολλούς, χιλιάδες χρόνια τώρα.
Στιγμή
Στιγμή σ’ επέλεξε
να γίνεις ήρωας η λακές.
Φυγόδικος τ’ ονείρου
που ’πλασε η ίδια στιγμή
σ’ έναστρη νύχτα
Δέσμιος του χρέους
π’ άλλη στιγμή
φόρτωσε τη πλάτη σου
Στιγμή λεύτερη
δε βρήκες μοναχά
μέχρι σήμερα δούλε.
Μα καρτερείς.
Ταξίδεψαν τα χρόνια της ψυχής σου
μετρώντας τις δεκάρες της ζωής σου.
Μια μια.
Χρυσές, λαμπερές, ξένες,
μπρούτζινες, χωμάτινες και τσιμεντένιες.
Ράκος λοιπόν, απαλοιφάδι της ψυχής δεν έμεινε
για να στηθείς,
με τα χρόνια που κάθισαν στη πλάτη.
Που να χωρέσουν τόσα πολλά
σε τόσο λίγα μέτρα γης;
Το ερώτημα που ξάγλησε τα βλέφαρα
ήρθε μ’ αιώνες καθυστέρηση.
Ρεζίλεψε τη νιότη.
Χλεύασε κακότροπα την πεθυμιά
Αντίκρισε σκεφτικά τη ματαιότητα.
Σάρκασε την απληστία.
Άργησε όμως.
Πάντα αργεί,
για τους πολλούς, χιλιάδες χρόνια τώρα.
Στιγμή
Στιγμή σ’ επέλεξε
να γίνεις ήρωας η λακές.
Φυγόδικος τ’ ονείρου
που ’πλασε η ίδια στιγμή
σ’ έναστρη νύχτα
Δέσμιος του χρέους
π’ άλλη στιγμή
φόρτωσε τη πλάτη σου
Στιγμή λεύτερη
δε βρήκες μοναχά
μέχρι σήμερα δούλε.
Μα καρτερείς.
Η αξία του δεύτερου
Τι θα ήταν ο πρώτος αν δεν υπήρχε ο δεύτερος;
Ερώτημα που περιμένει την απάντηση
ή απάντηση που περιμένει το ερώτημα για να λευτερωθεί;
Ερώτημα που περιμένει την απάντηση
ή απάντηση που περιμένει το ερώτημα για να λευτερωθεί;
Άνοιξε βαθιά μέσα μου η πληγή κι αιμορραγεί
Ρέουν οι λέξεις πιότερο από καθάριο αίμα.
Αδύνατο να σταματήσω, προσπάθησα μα δε μπόρεσα.
Δε μπόρεσα ή δεν ήθελα; Τίμια να τ’ απαντήσω αδύνατο.
Τρέχουν, πλέκονται, μπερδεύονται κι ορθώνονται,
ταυτόχρονα και συνεχώς.
Φτιάχνουν στοίχους, ρύμες, στοιχάκια και γραμμές.
Ποιήματα.
Όχι καλέ μου άγγελε ή διάβολε. Μη γελάσω.
Λέξεις, γράμματα ή γραμμές πεταμένες στο πουθενά
ποίημα δε σκαρώνουν.
Μήτε της σάρκας το κομμάτιασμα ή της ψυχής το γκάστρωμα
ποίημα δε σου φτιάχνουν.
Μήτε τ’ ονείρου η αθιβολή ποίημα θα σου φτιάξει.
Μόνα τους.
Μήπως των ειδικών η άποψη και των εμπόρων η βούλα
το ποίημα ορίζουν;
Μάταιο
Το θείο που ’ρχεται απ’ το πουθενά
τη πέννα κρατά του ποιητή και την ορίζει
Και κάτι άλλο άγνωστο που μοναχά
εσύ του στοίχου σου ταξιδευτή γνωρίζεις.
Γνωρίζεις αν σ’ άρπαξε η στιγμή, η λέξη ο φθόγκος,
η νότα ή η κραυγή και σε ταλάνισε
Αν το παρόν το βύθισε
στου παρελθόντος την αχλή
το μέλλον ν’ αντικρίσει
Αυτό ναι είναι ποίημα
Εγώ ;
Αιμορραγώ αυτό μπορώ να πω
Άβυσσος
Τι να μιλάς για τα μεγάλα
Μικρά τα μέγιστα θαρρείς
Πυκνό σκοτάδι τα σκεπάζει
Τα φλας της μέσα σου σκηνής
Διαβαίνεις ήσυχα το δρόμο
Επιμελώς σκεπάζεις τη φωτιά
Θαρρείς πως έτσι θα γλιτώσεις
Απ’ της ψυχής τη πυρκαγιά
Τον ύπνο απότομα ταράζει
της μέρας το ύποπτο γιατί
κρυφό σχολείο το ψέμα σου
τα θέλω μέσα του κρατεί
Τ’ αγεριού σκοπός
Ένα σκοπό ακολούθησα
που μου ’φερε τ’ αγέρι
παρέα με τις μυρουδιές
απ’ άγνωστα μου μέρη
Ξάμμωσε την Ανατολή
σαΐτεψε τη Δύση,
έβαλε και πατήματα
για να στεριώσει ο δρόμος
Φεύγαν οι νότες σαν πουλιά
και σμίγαν σαν τα νέφη
Μάνιαζαν σαν τα κύματα
θέριευαν σαν τα όρη
Κτυπούσανε σαν κεραυνοί
και έθρεφαν σαν το μάνα
Κι ο καιρός συνέχισε….
Τ’ αέρι όμως μπιστικό
σα μαγικό φιαμπόλι
τη ρώτα μου κουλάντριζε
και τη ζωή μου όλη
Ταξίδια έκανα πολλά
καβάλα στα φτερά του
και ήσυχα γαλήνεψα
μέσα στην αγκαλιά του
StaMiKous
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου