Τρίτη 25 Μαρτίου 2008

Γραφτά της Στιγμής

Λουκέρνη 31/3/2004

Γεράσανε τα κύτταρα
για ν’ αντισταθούν
στου βιασμού την ωμότητα
Μόνα τα δάκρυα
απέμειναν για να πνίξουν
τ’ άδικου την πίκρα.

Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά
βούτηξαν το συναίσθημα
και το μπίθιξαν στο πάτο του βαρελιού
μη προκάμει και τους χαλάσει τα σχέδια

Τελάληδες της υποκρισίας
κοράκια του εν ζωή θανάτου
γραφίδες κι εικόνες όπλα τους
ανέλαβαν να πείσουν
για το δίκιο τ’ άδικου

Αμαθείς στων ανθρώπων
της ιστορίας το πάτημα
Αγνώμονες ευγνώμονες
στου αφεντικού τους μοναχά
του λόγου τ’ αναμάσημα κάνουν
ρεαλισμό το είπαν

Δεν κάτεχαν οι άδολοι
πως τα μυρμήγκια στους αιώνες
οι άνθρωποι
μεταλαβαίνουν στους νεότερους
ότι η ουτοπία του χτες,
κόρη του συναισθήματος και του ονείρου
αιθέρια και άπιαστη μούσα,
πραγματικότητα του σήμερα γίνεται.

Απάντηση από το μέλλον

Αλυσίδες λύπης της ωριμότητας
Απέγιναν
Άγουρων χρόνων σχέδια,
σκέψεις κι όνειρα.

Μη ταξιδεύεις στο μέλλον
του παρελθόντος τα χρέη
Μη χρεώνεις το αύριο με την σπίθα του σήμερα

Αυταπάτες 23/12/2005

Ξαφνικά έμεινα μόνος
Χωρίς τις μυθοπλαστικές μου αναφορές

Στηρίγματα αστήριχτα
Του νου δημιουργήματα για να βρει
Η ψυχή στηρίγματα

Λογική άλογη
την ψυχή να τιθασεύσεις
σε τοίχους μπουντρουμιού
προσπάθησες

Πώς να χωρέσεις άραγε
τον αέρα, το άηλο, το άπιαστο
Το άγνωστο σε γνωστού φυλακή

Αδύνατο…..

Μοναχά σαν του ρίξεις γυναίκες
Όμορφες κι άμορφες σε ιστό αράχνης
Θα στραγγαλίσεις
το σήμερα το χτες και το αύριο του

Έλα Βλακεία…Έλα Φοβία
Ορμάτε

Γραφτά της Στιγμής

Αργά

Ταξίδεψαν τα χρόνια της ψυχής σου
μετρώντας τις δεκάρες της ζωής σου.
Μια μια.
Χρυσές, λαμπερές, ξένες,
μπρούτζινες, χωμάτινες και τσιμεντένιες.
Ράκος λοιπόν, απαλοιφάδι της ψυχής δεν έμεινε
για να στηθείς,
με τα χρόνια που κάθισαν στη πλάτη.
Που να χωρέσουν τόσα πολλά
σε τόσο λίγα μέτρα γης;
Το ερώτημα που ξάγλησε τα βλέφαρα
ήρθε μ’ αιώνες καθυστέρηση.
Ρεζίλεψε τη νιότη.
Χλεύασε κακότροπα την πεθυμιά
Αντίκρισε σκεφτικά τη ματαιότητα.
Σάρκασε την απληστία.
Άργησε όμως.
Πάντα αργεί,
για τους πολλούς, χιλιάδες χρόνια τώρα.

Στιγμή

Στιγμή σ’ επέλεξε
να γίνεις ήρωας η λακές.
Φυγόδικος τ’ ονείρου
που ’πλασε η ίδια στιγμή
σ’ έναστρη νύχτα
Δέσμιος του χρέους
π’ άλλη στιγμή
φόρτωσε τη πλάτη σου
Στιγμή λεύτερη
δε βρήκες μοναχά
μέχρι σήμερα δούλε.
Μα καρτερείς.

Η αξία του δεύτερου 

Τι θα ήταν ο πρώτος αν δεν υπήρχε ο δεύτερος;
Ερώτημα που περιμένει την απάντηση
ή απάντηση που περιμένει το ερώτημα για να λευτερωθεί;

Ποίημα

Άνοιξε βαθιά μέσα μου η πληγή κι αιμορραγεί
Ρέουν οι λέξεις πιότερο από καθάριο αίμα.
Αδύνατο να σταματήσω, προσπάθησα μα δε μπόρεσα.
Δε μπόρεσα ή δεν ήθελα; Τίμια να τ’ απαντήσω αδύνατο.
Τρέχουν, πλέκονται, μπερδεύονται κι ορθώνονται,
ταυτόχρονα και συνεχώς.
Φτιάχνουν στοίχους, ρύμες, στοιχάκια και γραμμές.
Ποιήματα.
Όχι καλέ μου άγγελε ή διάβολε. Μη γελάσω.
Λέξεις, γράμματα ή γραμμές πεταμένες στο πουθενά
ποίημα δε σκαρώνουν.
Μήτε της σάρκας το κομμάτιασμα ή της ψυχής το γκάστρωμα
ποίημα δε σου φτιάχνουν.
Μήτε τ’ ονείρου η αθιβολή ποίημα θα σου φτιάξει.
Μόνα τους.
Μήπως των ειδικών η άποψη και των εμπόρων η βούλα
το ποίημα ορίζουν;
Μάταιο
Το θείο που ’ρχεται απ’ το πουθενά
τη πέννα κρατά του ποιητή και την ορίζει
Και κάτι άλλο άγνωστο που μοναχά
εσύ του στοίχου σου ταξιδευτή γνωρίζεις.
Γνωρίζεις αν σ’ άρπαξε η στιγμή, η λέξη ο φθόγκος,
η νότα ή η κραυγή και σε ταλάνισε
Αν το παρόν το βύθισε
στου παρελθόντος την αχλή
το μέλλον ν’ αντικρίσει
Αυτό ναι είναι ποίημα
Εγώ ;
Αιμορραγώ αυτό μπορώ να πω

Άβυσσος
Τι να μιλάς για τα μεγάλα
Μικρά τα μέγιστα θαρρείς
Πυκνό σκοτάδι τα σκεπάζει
Τα φλας της μέσα σου σκηνής

Διαβαίνεις ήσυχα το δρόμο
Επιμελώς σκεπάζεις τη φωτιά
Θαρρείς πως έτσι θα γλιτώσεις
Απ’ της ψυχής τη πυρκαγιά

Τον ύπνο απότομα ταράζει
της μέρας το ύποπτο γιατί
κρυφό σχολείο το ψέμα σου
τα θέλω μέσα του κρατεί

Τ’ αγεριού σκοπός

Ένα σκοπό ακολούθησα
που μου ’φερε τ’ αγέρι
παρέα με τις μυρουδιές
απ’ άγνωστα μου μέρη
Ξάμμωσε την Ανατολή
σαΐτεψε τη Δύση,
έβαλε και πατήματα
για να στεριώσει ο δρόμος
Φεύγαν οι νότες σαν πουλιά
και σμίγαν σαν τα νέφη
Μάνιαζαν σαν τα κύματα
θέριευαν σαν τα όρη
Κτυπούσανε σαν κεραυνοί
και έθρεφαν σαν το μάνα

Κι ο καιρός συνέχισε….

Τ’ αέρι όμως μπιστικό
σα μαγικό φιαμπόλι
τη ρώτα μου κουλάντριζε
και τη ζωή μου όλη
Ταξίδια έκανα πολλά
καβάλα στα φτερά του
και ήσυχα γαλήνεψα
μέσα στην αγκαλιά του
StaMiKous

Μυρμήγκια της πόλης

Χρόνους κοινούς σεργιανίσαμε
Δρόμους γνωστούς περπατήσαμε
Εμείς.
Αέρας κοινός τα σωθικά μας ζωντάνεψε
Δε σε ξέρω, Δε με ξέρεις.
Άγνωστοι
Στο πολύβουο της πόλης το πλήθος
σταγόνα θάλασσας απέραντης
Εμείς.
Αδύνατο στόχος να γίνεις στο
περισκόπιο της αναζήτησης.
Άγνωστοι

ΑΣΧΕΤΑ

Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Το ημερολόγιο, gadget κρεμασμένο στην πλαϊνή μπάρα του υπολογιστή μου, το επισημαίνει. Το πολύβουο πλήθος της πόλης δείχνει να κινείτε πιο γρήγορα. Ίσως να οσμίστηκε τις γιορτές που ζυγώνουν, μπορεί πάλι η βροχή που μας ταλαιπωρεί τις τελευταίες μέρες να αύξησε την κίνηση του. Προσπαθώ να γράψω. Έχω να πω πολλά αλλά δεν μου βγαίνει τίποτα. Στην TV η Μυλοποταμιάδα καλά κρατεί. Μια μπαλωθιά παίξανε στο Ζωνιανά κι έγινε βροντή κι αντάρα στα κανάλια. Έκθαμβη κι έκπληκτη η «κοινή γνώμη» παρακολουθεί ναρκωμένη θέλοντας να περάσει την ενοχή και την αδράνεια της σαν άγνοια. Κι οι επαΐοντες, κι οι μυημένοι και οι υπεύθυνοι και οι ταγοί.

Άσχετο! Το Ευρωπαϊκό Κέντρο Παρακολούθησης Ναρκωτικών και Τοξικομανίας εκτιμά ότι το 2005 το 40% των ευρωπαίων ηλικίας 18 ετών, το 25% των νέων ηλικίας 15-16 ετών και το 1/5 του συνολικού πληθυσμού των ενηλίκων από 15-64 ετών, 62.000.000 περίπου, έχει δοκιμάσει κάνναβη!! Η Ευρώπη ναρκωπολιορκείται.

Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Βράδιασε κι έξω σταμάτησε να βρέχει, για λίγο. Στο ράδιο ο Jacques Brel ερμηνεύει το «Ne me quitte pas». Παθιασμένη κατάθεση ψυχής που άβολα συγχνωτίζεται με τη σημερινή σκληράδα. Η Πασοκιάδα ευτυχώς μας τελείωσε. Σπαταλήσαμε τα φθινοπωρινά μας βράδια, με την ψυχρούλα και τ’ αεράκι, για ένα ντέρμπυ προσώπων κι εγωισμών της life style τηλεοπτικής μας δημοκρατίας. Ουέ, βάπτισαν τις ύβρεις και τις ίντριγκες, πολιτική. Τις λύσεις των καθημερινών μας προβλημάτων που αυτοί σαν κυβερνήτες συσσώρευσαν τις είπαν φυγή για το μέλλον, νεωτερικότητα, νεωτερισμούς, αλλαγές, απαλλαγές κι όλες αυτές τις πομφόλυγες κενού περιεχομένου. Όταν η μάχη καταλάγιασε κι έδωσε νικητή, όλοι αγκαλιασμένοι, ενωμένοι, δυνατοί προχώρησαν μαζί. Ελιξιρίων ισχυρότερο η εξουσία.

Άσχετο! Ενισχυμένος ο Γεώργιος από την αναμέτρηση είναι έτοιμος να κατονομάσει και να πει με το όνομά τους, τα ακατονόμαστα έως τώρα «εξωθεσμικά κέντρα» και «συμφέροντα» που λυμαίνονται τον τόπο; Τα συμφέροντα που «εκτρέφουν» Βενιζέλους και «υπονομεύουν» Γιωργάκηδες;

Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Οι μέρες μίκραιναν καθώς η νύχτα του χειμώνα απλώνεται. Η υγρασία των ημερών με ενοχλεί. Η μούχλα κάθεται πιο πολύ στην ψυχή παρά στα κόκκαλα. Δρόμοι ποτάμια, οικιστικοί φραγμοί στα ρέματα, τα δέντρα που χάθηκαν για μια ανάπτυξη που δεν έχει όρια και φραγμούς, πυρπολούν την ψυχή κι εξαφανίζουν το μέλλον του πλανήτη. Ο Κίτρινος Ποταμός…Ο..Νείλος…Ο Ινδός... με τα νερά τους μα μη φτάνουν ποτέ στη θάλασσα... Τον Ιορδάνη και το Ρίο Γκράντε ξεροπόταμους... Το δέλτα του ποταμού Κολοράντο ερημοποιημένο κι τη στάθμη του Ελβα και του Ρήνου μειωμένη ώστε η κίνηση των πλοίων να είναι αδύνατη... Επιστημονική φαντασία θα πουν όχι έρχεται δυστυχώς σύντομα λένε οι επιστήμονες. Την ζωή των παιδιών μας ξοδεύουμε για λίγα φράγκα.

Άσχετο! Μόλις τον Ιούλη του 2007, από το 1999, το δικαστήριο της Θήβας επέβαλε χρηματικά πρόστιμα ύψους 3.000€ έως 9.000€ σε 6 από τις εκατοντάδες βιομηχανίες που μολύνουν εδώ και δεκαετίες τον Ασωπό ποταμό!!!!! Η ορνιθοπανίδα του με 141 είδη πτηνών, τα 31 σπάνια, βρίσκονται στα όρια της επιβίωσης. Η μόλυνση του υδροφόρου ορίζοντα, επιβαρύνει τις αγροτικές καλλιέργειες, τις τοπικές γεωτρήσεις και τους ανθρώπους κι όμως πριν από ένα χρόνο το ΥΠΕΧΩΔΕ και το Ανάπτυξης όρισαν τον Ασωπό ως αποδέκτη αποβλήτων της μελλοντικής Βιομηχανικής Περιοχής(ΒΙΠΕ)!!!

Πλησιάζουν Χριστούγεννα. Δεν μπορώ να καταλάβω τον ερχομό. Περάσαμε την γιορτή του Αγίου Φίλιππα στις 14 του μήνα και μπήκαμε στη μεγάλη σαρακοστή αλλά που να διακρίνεις το ευσεβές πλήθος που νηστεύει. Οι δίαιτες των χορτασμένων κι ασιτία των πεινασμένων πιο ευδιάκριτες μου φαίνονται. Ό ήχος της καμπάνας αδυνατεί να ακουστεί και να ξεχωρίσει από τα δυνατά decibel της πόλης. Τα γιορτινά φώτα του Δήμου αγκομαχούν να διακριθούν από την ένταση και την έκταση των διαφημιστικών πινακίδων. Τα μαγαζιά, εδώ και καιρό, φορτωμένα εμπορεύματα περισσότερο με εκθεσιακές προθήκες μουσιακού τύπου μου μοιάζουν παρά χώροι συναλλαγής και εμπορίου. Το πλήθος μπροστά τους, επαιτεί με τα μάτια σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα στο μύθο του Hans Cristian Andersen.

Άσχετο! Το 86% των συντάξεων σε αυτή τη χώρα είναι κάτω των 1.000 ευρώ. Το 21% των Ελλήνων είναι φτωχοί, το 50% των Ελλήνων είναι χρεωμένοι και το 5,4% των Ελλήνων, δηλαδή 560.000 άνθρωποι ζουν σε ακραία φτώχεια!

Πλησιάζουν Χριστούγεννα μα τα σημάδια δε φαίνονται. Οι εποχές χάθηκαν. Ίσως οι διαφημίσεις στην τηλεόραση που πλήθαιναν είναι μια ένδειξη. Ο χρόνος καβαλάρης κι ο οδηγός, μας σεργιανά με ταχύτητα χωρίς να μας αποκαλύπτει τον σκοπό. Αν υπάρχει. Εξόριστοι στις πόλεις όπου «θάλασσες μας ζώνουν κύματα μας κλειούν» ως λέει ο ποιητής χάσαμε γη, ουρανό και θάλασσα. Χάσαμε επαφή. Πώς να βρεις την Κασιόπη ή τον Περσέα, πώς να δεις τον Αποσπερίτη και τον Αυγερινό. Πώς να δεις την άνοιξη και το θέρος, πώς να δεις το φθινόπωρο και το χειμώνα. Πώς να δεις τις αμυγδαλιές ν’ ανθίζουν, τα μάρμαρα να λάμπουν στον ήλιο τη θάλασσα να κυματίζει. Πώς να βρεις πυξίδα κι οδηγό. Σ’ ένα επιβαλλόμενο weekend πεπιεσμένης διάρκειας καταντήσαμε την επαφή μας με την φύση. Άγχος. Κυνηγημένοι εραστές που προσπαθούν να διεκπεραιώσουν την κάψα τους σε πεπερασμένο χρόνο. Πώς να γευτούν τον ερώτα που γίνεται αγάπη κι αντίστροφα. Πώς να ρουφήξουν τις οσμές, πως ν’ αφουγκραστούν τους ήχους τους μύχιους. Πως να κοιταχτούν, πως ν’ αγγιχτούν, πως να χαϊδευτούν, πως να ριγήσουν;

Άσχετο! Διάβασα …ο Γάλλος φιλόσοφος και συνιδρυτής του «Nouvel Observateur» Andre Gortz έφυγε χέρι-χέρι στα 84 του με την 83χρονη βαριά άρρωστη, αγαπημένη του Ντορίν, που πέρυσι της έγραψε «σε ερωτεύτηκα για μία ακόμα φορά». Όχι, αυτό δεν ήταν αυτοκτονία, ήταν ένας ύμνος στη ζωή και τον έρωτα. Ήταν αυτό που κάνει τον άνθρωπο να φύγει από το στενό του σαρκίο, το ματαιόδοξο προσωπικό του ΕΓΩ και με τις πράξεις του να υμνήσει το συλλογικό του είναι, το ΕΜΕΙΣ.

Πλησιάζουν Χριστούγεννα όμως ο λόγος ΤΟΥ δεν φτάνει στ’ αυτιά μας δεν περνά μέσα μας. Χάθηκε στην ένταση της εποχής; Ξεθώριασε; Πολλοί λένε πως δεν είναι trendy. Πως κούρασε. 2007 χρόνια έρχεται και ξανάρχεται, ε, φτάνει πια είναι banal. Μεγαλώσαμε. Γέμισαν οι ακτές με ξέπνοα κουφάρια και οι πλατείες με αδέσποτες ζωές που δεν έχουν όνομα. Έχουν ταμπέλα. Λαθρομετανάστες, Αλβανοί, Πακιστανοί, Ιρακινοί, Κούρδοι, Αφγανοί κι όλες οι φυλές του Φαραώ. Αδιάφορο αν πίσω από τις ταμπέλες υπάρχουν ψυχές ανθρώπινες και μάτια παιδιών αθώα. Πλήθυνε η δυστυχία. Οι έμποροι κυβερνήτες αυτού του κόσμου πλούτισαν τους λίγους, μακέλεψαν και ξεσπίτωσαν τους πολλούς και τους στοίβαξαν στους αδύναμους. Κόμβος και βρόγχος η αδικία. Στήριξη ψάχνει η ανημποριά, ανθρώπινη όχι φιλανθρωπία. Να κρατηθεί, να περάσει τον κάβο, να αντέξει. Βάλσαμο των λαών η αντοχή, διαχρονικό, και η αλληλεγγύη των ψυχών η δύναμή της. Αν, λέω αν δίναμε ένα κομματάκι ψυχής, μικρό, μικρούτσικο, τόσο δα μικρό, ψίχουλο μικρό σαν κόκκο άμμου, σαν την ανάσα ενός μωρού, ίσως να νοιώσουμε ξανά τον λόγο ΤΟΥ. Το λόγο ΤΟΥ να γαληνεύει τις ψυχές μας.

Άσχετο! Καλήν ημέρα άρχοντες κι αν είναι ορισμός σας, Χριστού τη θεία Γέννηση να πω στ’ αρχοντικό σας. Χριστός γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ τη πόλη, οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη.

ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΗΝ

Εύχομαι
Υγεία ψυχής τε και σώματος

Μουσική

Συνάντησα, έχει καιρό, στην νότια Κρήτη ένα συνταξιούχο δάσκαλο που περνούσε τις μέρες του ήσυχα , αγναντεύοντας τον ορίζοντα της βιολογικής του δύσης. Ανάμεσα σε ρακές, κουβέντες διάφορες και σκοπούς μακρόσυρτους, της τάβλας, μου αφηγήθηκε την παρακάτω ιστορία.
Μια φορά λέει βρέθηκε, δεν έχει σημασία αυτός ή άλλος, σε μεγάλη πόρτα να συντάσσει ένα ιδιοτελές βιογραφικό της προσωπικής του διαδρομής και ικανότητας.
Έπρεπε να χωρέσει την ζωή σε μια κόλλα χαρτί. Κομμάτι δύσκολο. Μαζί κι άλλοι πολλοί απ’ όλες τις φυλές του Φαραώ. Στο βαρύγδουπο κρατικό έγγραφο μια ερώτηση του τράβηξε την προσοχή. ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ. Το προσπέρασε αρχικά. Μετά κίνησε να γράφει ότι γνωρίζει Ιταλικά από όταν, ακατάλληλος κι επικίνδυνος να συμμετέχει της ημετέρας παιδείας, φιλοξενήθηκε στα πανεπιστήμια και τον πολιτισμό αυτής της χώρας. Γαλλικά από την πολύχρονη θητεία του, παιδί ακόμα, στις αίθουσες της καμουφλαρισμένης επεκτατικής εκπολιτιστικής κουλτούρας, βλέπε καλλιέργειας, της παλαίποτε αποικιοκρατικής δύναμης. Αγγλικά; Εκεί σταμάτησε. Κάποιες σκόρπιες λέξεις απ’ τις φωνές και τους στοίχους του Burton, του Jacker, του Lennon, του Dylan, της Joplin και του Morrison δεν έφταναν να καλύψουν την αναπηρία του στην γλώσσα της ηγέτιδας του πλανήτη δύναμης.
Μια ηλιαχτίδα που μπήκε παράτυπα κι έκοψε στα δύο την υποβλητική σκιερότητα της μεγαλόπρεπης αίθουσας, του φώτισε το μυαλό και τ’ άλλαξε την διάθεση. Και ΜΟΥΣΙΚΗ πρόσθεσε. Ο κρατικός λειτουργός, με το σφιχτοδεμένο απ’ την γραβάτα του, κολάρο, χλεύασε την γραφή. Την χλεύασε περισσότερο, σαν καγχασμός έμοιασε, όταν ζήτησε ένα οποιοδήποτε όργανο να αποδείξει του λόγου το αληθές.
Ίσως να είχε και δίκιο όμως. Τι δουλειά είχαν η κιθάρα, το μπουζούκι, ο ταμπουράς, το βιολί ή το κλαρίνο, η νότα, η δίεση κι η αρμονία σ’ αυτό το μέρος;
Βλέμμα και ύφος διθυραμβικό ο σφουγγοκολάριος και απορίας σιωπή διάχυτη στην αίθουσα.
Τότε αυτός σήκωσε τα χέρια του προς το φως. Έψαξε τις νότες που ο αγέρας και το φως κουβαλούσαν πάνω τους. Τις αφουγκράστηκε. Με τα δάχτυλα και τις παλάμες τις έπλασε, τις μαστόρεψε και χτυπώντας τις χούφτες του έφτιαξε σκοπό. Σκοπό που πέρασε από τα χέρια, τον κορμό και το σώμα του, στα μάτια, στην ψυχή και στις κινήσεις του.
Ξεσηκώθηκε.
Ξεσηκώθηκαν κι άλλοι. Ο σκοπός πέρασε στις ψυχές των άλλων, στα σώματά τους, στα χέρια τους και στις αισθήσεις τους. Ακολουθούσαν όλοι. Δημιουργούσαν όλοι. Έφτιαχναν, μεγάλωναν τον σκοπό και επικοινωνούσαν. Ο σκοπός φούντωνε, γιγάντωνε και πετούσε έξω από τα τείχη. Αυτοί γελούσαν, μιλούσαν και καταλαβαινότανε.
Κι ο λειτουργός; Αυτός με το πρόσωπο σαν χασέ, τα μάτια πεταμένα από τις κόγχες τους και την καρδιά του κλειδωμένη από τις ρέγκολες και τους κανόνες αδυνατούσε να καταλάβει τι γινότανε.
Άντε στην υγειά σας.
Στην υγεία σου δάσκαλε είπαμε σηκώνοντας τα ποτήρια.
Ήπιαμε όλοι και πιάσαμε σκοπό….

Πρόσωπα σμιλευμένα από πέτρα, λόγια ζυμωμένα με πηλό.

Τελειώματα απέμεναν τ’ Αυγούστου, του πιο ζεστού των χρόνων που πέρασαν από τον μεγάλο πόλεμο. Ο κόσμος αγκομαχούσε, σαν γκαζοζέν παλιό σε ανηφόρα χωμάτινη, να περάσει τη ζέστη που σαν κατάρα πλάκωνε θαρρείς κι ερχόταν να εκδικηθεί τις μπαγαποντιές και τις σπατάλες που ’καναν οι άνθρωποι πάνω στη πλάση.
Νύχτα ή ξημέρωμα ήτανε θαρρώ όταν οι οθόνες των σπιτιών μας σκοτείνιασαν από τον καπνό και πορφύρισαν από την λάμψη του θεριού που βάλθηκε να πυρπολήσει την φύση και να ξεκάνει ανθρώπων έργα που στεκαν εκεί για αιώνες.
Τα πύρινα μέτωπα ξεπήδαγαν το ένα μετά το άλλο με μαθηματική αλληλουχία σαν να τα οδηγούσε συνομωσία επουράνια της φύσης που ’θελε να τιμωρήσει τον βιασμό ή κολασμένων εγκεφάλων ανώτατος σχεδιασμός που ’θελε να καρπωθεί την επαύριο.
Μάνη, Ταΰγετος, Ζαχάρω, Μεγαλόπολη, Καλαμάτα, Κυπαρισσιά, Πάρνωνας, Σπάρτη, Τριπολιτσά, Ηλεία, Ολυμπία και Κράνιο σκέτο για τον ανώτατο άρχοντα του αφασικού μας πολιτισμού, τυλίχτηκαν στις φλόγες. Λαμπάδιασε και καιγόταν ο Μωριάς πιότερο απ’ το ’21 μιας και δεν υπήρχαν εκεί ο Ιμπραήμ, ο Δράμαλης, ο Κολοκοτρώνης, ο Νικηταράς και ο Πλαπούτας που σεβόταν και νοιάζονταν τον τόπο κάλιο από τους σημερινούς αρχόντους. Άμοιροι, όμηροι ήρωες εξοβελίζονται συνεχώς από τα σχολικά κιτάπια και τις ψυχές των παιδιών μας εξαιτίας μερικών φανατικών δασκάλων που βάλθηκαν να προλάβουν το μέλλον αφού αδυνατούν να σταθούν στο παρόν και να κατανοήσουν το παρελθόν που τους γέννησε. Λες και οι κοινωνίες των ανθρώπων δεν μπορούν να συγκροτούνται και να πορεύονται πέραν από την βούληση και τις επιθυμίες που ’χουν γι’ αυτές η σκέψη ή ο πλούτος ορισμένων. Ας είναι.
Κορμιά ανθρώπινα και ζωντανά, καρποί, σοδιές και βλάστηση γινότανε στάχτη και κάρβουνο καθώς προχωρούσε η καταστροφή. Παρατηρητές ανήμποροι να αντιδράσουμε, καθηλωμένοι στην εξουσία της εικόνας και στη φωνή του παρουσιαστή οι Έλληνες. Μορφές άμορφες από τον πόνο, φωνές άφωνες από την έκπληξη, αισθήματα μετέωρα από την ένταση και την ορμή του ξαφνικού.. Δέος κι απορία μαζί. Ερωτήματα αναπάντητα ξεπήδησαν ύστερα. Ερωτήματα που ζήταγαν απεγνωσμένα να κατασταλάξουν σε συμπέρασμα κι αναζητούσαν το αίτιο και το αιτιατό.
Κράτος, άκρατης υποκρισίας. Υπεύθυνοι, ανεύθυνοι παντού παρακολουθούσαν το δράμα σαν σε ταινία παρά έτρεχαν για να το αποσοβήσουν. Αστυνομία, πυροσβεστική, τοπική αυτοδιοίκηση κάθε βαθμού αποποιούνταν την υμετέρα ευθύνη προσδοκώντας να την φορτωθούν οι άλλοι. Κόσμος, μόνος αλλόφρων, ανειδίκευτος, αβοήθητος, καχύποπτος στις όποιες εντολές. Οι πολιτικοί, αχ αυτοί οι πολιτικοί του επαγγελματικού κοινοβουλευτισμού μας υποκλίνονταν ταπεινά κι ευλαβικά στο τραγικό της στιγμής συμφώνως προς τας υποδείξεις των image maker και των επικοινωνιολόγων της συμφοράς τους. Κι όταν οι μέρες περνούσαν, οι πυρκαγιές πλήθαιναν, η τραγωδία μεγάλωνε κι οι εκλογές πλησίαζαν, έντρομοι οι πατέρες του έθνους άρχισαν να τάζουν, να δίνουν, να πλειοδοτούν, να υπόσχονται όχι για να σώσουν τον τόπο αλλά το δικό τους μέλλον να περισώσουν νοιαζότανε.
Τέλος, τέλος ή αρχή δεν έχει σημασία, οι τελάληδες της συμφοράς, ύψιστοι φύλακες, απρόσκλητοι, του δικαιώματος της ενημέρωσης μας, μετά το πρώτο μούδιασμα βάλθηκαν να συμπληρώσουν το όλο σκηνικό. Ρεπορτάζ με λόγια χωρίς νόημα. Εικόνες που υποτάσσονταν στον λόγο. Λόγος που υπονόμευε την εικόνα. Φωνές, συζητήσεις, οδηγίες, δημοσκοπήσεις, σκοπιμότητες, εξηγήσεις ανευθύνων, περιπτωσιολογίες, εποίκων ή παραθεριστών κυρίως, που μπέρδευαν την όποια οργάνωση και τους αλλοφρονούντες υπευθύνους. Show που φώτιζε το μικρό, το επιμέρους κι εμπόδιζε το αυθεντικό, το όλο να αναδειχθεί έβγαινε από τις οθόνες μας.
Όταν η βοή, ο κουρνιαχτός κι αντάρα πέρασαν, οι εκλογές πλησίαζαν και η τηλεθέαση τους κέρδιζε πόντους, οι τελευταίοι συνομιλητές επαναλάμβαναν τις κοινοτυπίες τους τότε ήρθαν στο γυαλί μας τα πρόσωπα, οι γηγενείς που βίωσαν τον πόνο σε πρώτο πρόσωπο, οι πρωταγωνιστές, αυτοί που θα βιώσουν και την επαύριο.
Πρόσωπα σμιλευμένα από πέτρα, χαρακία ο χρόνος κι ο τόπος πάνω τους. Καρτερία, γαλήνη μέσα στον πόνο κι αισιοδοξία γήινη, ανέξοδη από αφύσικες προσμίξεις. Κι ο λόγος τους; «Να ’ναι καλά όλα τα παιδιά του κόσμου, για μας έχει ο Θεός» λέει η ενενηντάχρονη γιαγιά. Λόγια ζυμωμένα με πηλό, λόγια λιτά, απέριττα, θυμοσοφικά που κάθε γράμμα κουβαλάει ζωή μέσα του. Κι οι νέοι εκεί δυναμικοί, χωρίς βερμπαλισμούς κι αποφασισμένοι να φτιάξουν τον τόπο του που ’ναι κι ο τρόπος της ζωής τους.
Δημιουργοί και δημιουργήματα ταυτόχρονα σε ένα αέναο αλισιβερίσι της ζήσης. Δεν είναι αυτοί που ζητούν την βοήθεια μας εμείς χρειαζόμαστε τη δική τους. Δεν είναι αυτοί που πρέπει να μας ευχαριστούν για το χρέος μας αλλά εμείς να τους ευχαριστούμε που υπάρχουν. Εμείς οι μυρμηγκάνθρωποι των τσιμεντένιων ghetto που μπερδευτήκαμε στο δρόμο, που χάσαμε νόημα και προσανατολισμό στο ταξίδι.

Ιόλαος

Το Μακεδονικό ζήτημα

Το Μακεδονικό ζήτημα είναι πολύ σοβαρό και χρόνιο ζήτημα που δεν μπορούν να το διαχειριστούν πολιτικοί και ειδικά οι σημερινοί πολιτικοί. Δημιουργείτε κυρίως από την στιγμή της εμφάνισης των Βουλγάρων (Μογγολικά φύλα) στην περιοχή της Βαλκανικής τον 7μΧ αιώνα. Όταν κατά τον 17 αιώνα ξεκινούν να δημιουργούνται τα εθνικά κράτη ο βουλγάρικος εθνικισμός συμπεριλαμβάνει πάντα την ελληνική Μακεδονία στα σχέδια της. Τα ιστορικά στοιχεία χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν τις επιδιώξεις. Ο ελληνικός εθνικισμός (χωρίς αρνητική αλλά ιστορική παράθεση του όρου) με την καθοδήγηση του Ελευθερίου Βενιζέλου εκτιμά σωστά τις συγκυρίες και κατορθώνει να επιβληθεί στην περιοχή. Δεν μπορούμε με σημερινές εικόνες, έννοιες και αντιλήψεις να κατανοήσουμε ιστορικές περιόδους και δρώμενα. Είναι γνωστό ότι η ελληνική επανάσταση αλλά και ο μακεδονικός αγώνας δεν χρησιμοποίησαν κυρίως ιστορικά στοιχεία αλλά κοινωνικοπολιτικά με κυρίαρχο άγημα την ΘΡΗΣΚΕΙΑ. Επαναστάσεις σκλάβων και χριστιανών ήταν κυρίως οι εξεγέρσεις. Η Βουλγαρία είναι αυτή που εποφθαλμιά την Μακεδονία παρά οι Σκοπιανοί που προσπαθούν να πιαστούν από μια ψεύτική ανιστόρητη εθνότητα, με γελοία επιχειρηματολογία, για να κρατηθούν και να μη διαλυθούν από το πολυεθνικό μίγμα που υπάρχει σ’ αυτή την χώρα. Οι Σέρβοι και οι σλάβοι των Σκοπίων το θέλουν για να μη γίνουν Κόσσοβο, οι Αλβανοί του Τετόβου για να μη γίνουν υποτελείς των Κοσσοβάρων που σε τελική ανάλυση μισούν κιόλας. Οι λοιπές εθνότητες (Ρομ, Έλληνες, Βούλγαροι, Τούρκοι κ.ά) για να μην υποταχτούν στην μεγάλη Αλβανία. Τα θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι θέμα ισχύος και συσχετισμού δυνάμεων. Αν δεν μπορούμε να περάσουμε τις θέσεις μας καλύτερα να κερδίσουμε χρόνο. Ότι θα αναγνωρίσουνε τα Σκόπια κι άλλες χώρες δεν είναι το μείζον. Αν δεν τους αναγνωρίσουμε εμείς έχει σημασία. Δηλαδή αν δεν τους εκχωρήσουμε το δικαίωμα χρήσης του ονόματος Μακεδονία εμείς. Οι προτάσεις Νίμιτς δεν είναι τόσο το όνομα αλλά η όροι χρήσεις του ονόματος Μακεδονία από εμάς κι αυτούς. Τι τους εκχωρούμε και τι μας επιτρέπουνε. Εκεί είναι το κλειδί. Το όνομα είναι το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας. Αυτοί δυστυχώς οι πολιτικοί δεν μπορούνε να το λύσουνε εύχομαι να μην το θάψουνε κιόλας.

Επι Γης Ειρήνη Και Εν Ανθρώποις Ευδοκία

Αντιγράφω από το περιοδικό ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΠΙΤΙ Δεκέμβρης 2007

Το σαββατοκύριακο των αγίων Στυλιανού και Αικατερίνης, μεγάλη η χάρη τους, είχα τρομερές και φοβερές φούριες. Το χριστουγεννιάτικο τεύχος έκλεινε και χρειαζόταν οι τελευταίες ματιές πάντα απαραίτητες και ιδιαίτερα επίπονες για να φτάσουμε σε σας όσο καλύτεροι γίνεται. Από το ζόρισμα αυτό το γυαλί, βλέπε Tι-Vούλα, ούτε που άνοιξε για να μου πάρει το μάτι. Δεν συναντηθήκαμε ούτε ανταλλάξαμε τις αγαπημένες μας συνήθειες. Την αδιάκοπη φλυαρία της αυτή κι εγώ την αναγκαία χαλάρωση μπροστά της αφήνοντας να πάρει τις σκέψεις και τις σκοτούρες μου στέλνοντας με σιγά κι απαλά στην αγκαλιά του Μορφέα. Μόνο η μουσική, αυτή η θεία συντροφιά, είτε από ράδιο είτε από CD μου χάιδευε τ’ αυτιά και μου συμπαραστεκόταν αυτό το διήμερο στην ένταση που περνούσα.Αλήθεια δεν μπορώ να φανταστώ τον κόσμο χωρίς μουσική, δεν μπορώ να φανταστώ την ζωή χωρίς ήχους κι αρμονία. Η μουσική, ο καραβοκύρης αυτός κι οδηγός των πιο μακρινών κι υπέροχων ταξιδιών του νου και της ψυχής είναι ο καταλύτης και το αλάτι της ύπαρξης μας. Μας ταξιδεύει τις πιο απίθανες στιγμές, στους πιο όμορφους και μακρινούς τόπους, στα πιο μαγικά κι απροσδόκητα όνειρα.Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ιστορία που μου διηγήθηκε κάποτε στην νότια Κρήτη, ένας συνταξιούχος δάσκαλος που περνούσε τις μέρες του ήσυχα, αγναντεύοντας τον ορίζοντα της βιολογικής του δύσης. Ανάμεσα σε ρακές, κουβέντες διάφορες και σκοπούς μακρόσυρτους, της τάβλας, μου αφηγήθηκε….….. μια φορά, λέει βρέθηκε, δεν έχει σημασία αυτός ή άλλος, σε μεγάλη πόρτα να συντάσσει ένα ιδιοτελές βιογραφικό της προσωπικής του διαδρομής και ικανότητας. Έπρεπε να χωρέσει της ζωή του τη διαδρομή σε μια κόλλα χαρτί. Κομμάτι δύσκολο. Μαζί κι άλλοι πολλοί απ’ όλες τις φυλές του Φαραώ. Στο βαρύγδουπο κρατικό έγγραφο μια ερώτηση του τράβηξε την προσοχή. ΞΕΝΗ ΓΛΩΣΣΑ. Το προσπέρασε αρχικά. Μετά κίνησε να γράφει ότι γνωρίζει Ιταλικά απ’ όταν, ακατάλληλος κι επικίνδυνος να συμμετέχει της ημετέρας παιδείας, φιλοξενήθηκε στα πανεπιστήμια και τον πολιτισμό αυτής της χώρας.Γαλλικά από την πολύχρονη θητεία του, παιδί ακόμα, στις αίθουσες της καμουφλαρισμένης επεκτατικής εκπολιτιστικής κουλτούρας, βλέπε καλλιέργειας, της παλαίποτε αποικιοκρατικής δύναμης.Αγγλικά; Εκεί κοντοστάθηκε. Κάποιες σκόρπιες λέξεις απ’ τις φωνές και τους στοίχους του Burton, του Jacker, του Lennon, του Dylan, της Joplin και του Morrison δεν έφταναν να καλύψουν την αναπηρία του στην γλώσσα της ηγέτιδας του πλανήτη δύναμης.Μια ηλιαχτίδα που μπήκε παράτυπα κι έκοψε στα δύο την υποβλητική σκιερότητα της μεγαλόπρεπης αίθουσας, του φώτισε το μυαλό και τ’ άλλαξε την διάθεση. Και ΜΟΥΣΙΚΗ πρόσθεσε. Ο κρατικός λειτουργός, με το σφιχτοδεμένο απ’ την γραβάτα του, κολάρο, χλεύασε την γραφή. Την χλεύασε περισσότερο, όταν ζητήθηκε ένα οποιοδήποτε όργανο για να αποδειχθεί του λόγου το αληθές. Ίσως να είχε και δίκιο όμως. Τι δουλειά είχαν η κιθάρα, το μπουζούκι, ο ταμπουράς, το βιολί ή το κλαρίνο, η νότα, η δίεση κι η αρμονία σ’ αυτό το μέρος; Βλέμμα και ύφος διθυραμβικό ο υπάλληλος και απορίας σιωπή διάχυτη στην αίθουσα.Τότε αυτός σήκωσε τα χέρια του προς το φως. Έψαξε τις νότες που ο αγέρας και το φως κουβαλούσαν πάνω τους. Τις αφουγκράστηκε. Με τα δάχτυλα και τις παλάμες τις έπλασε, τις μαστόρεψε και χτυπώντας τις χούφτες του έφτιαξε σκοπό. Σκοπό που πέρασε από τα χέρια, στον κορμό κι απ’ τον κορμό στο σώμα, στα μάτια, στην ψυχή και στις κινήσεις του. Ξεσηκώθηκε. Ξεσηκώθηκαν κι άλλοι. Ο σκοπός πέρασε στις ψυχές, στα σώματά, στα χέρια και στις αισθήσεις τους. Ακολουθούσαν όλοι. Δημιουργούσαν όλοι. Έφτιαχναν, μεγάλωναν τον σκοπό και επικοινωνούσαν. Ο σκοπός φούντωνε, γιγάντωνε και πετούσε έξω από τα τείχη. Αυτοί γελούσαν, μιλούσαν και καταλαβαινότανε. Ο σκοπός ταξίδευε κι αυτοί μαζί του σε θάλασσες πλατιές κι ορίζοντες ατέλειωτους.Ο λειτουργός με το πρόσωπο σαν χασέ, τα μάτια πεταμένα από τις κόγχες τους και την καρδιά του κλειδωμένη από τις ρέγκολες και τους κανόνες αδυνατούσε να καταλάβει τι γινότανε…..Άντε στην υγειά σας. Στην υγεία σου δάσκαλε είπαμε σηκώνοντας τα ποτήρια…..Αυτή η αφήγηση για την ανυπότχτη, ταξιδιάρα κι λεύτερη μουσική, ταίριαξε, έδεσε μέσα μου κι εξήγησε την αγάπη, την επιθυμία και τον έρωτα που είχα πάντα μαζί της. Με το walkman στ’ αυτί Δευτεριάτικα πρωί, πρωί κατέβηκα από το σπίτι για να μαζέψω τον ημερήσιο τύπο που θα συντρόφευε τον καθιερωμένο μου καφέ. Από τα κρεμασμένα πρωτοσέλιδα έμεινα άναυδη. Το μακελειό πέντε ανθρώπων στα χωράφια και στις καλαμιές του Αγρινίου με τρόμαξε, με τάραξε με πλάνταξε. "Θεέ μου πόση αγριότητα κρύβει μέσα του ο άνθρωπος;" αναρωτήθηκα.Γύρισα σπίτι και χώθηκα μέσα στην τηλεόραση να μελετάω και να εξερευνώ τις λεπτομέρειες του φονικού.. Οι τηλεστάρς στις δόξες τους, οι ανταποκριτές στο κυνηγητό τους, οι αναλυτές, οι ειδικοί, οι ψυχολόγοι, οι σχολιαστές, οι επαΐοντες, οι νομικοί, οι εικασίες, οι υποψίες και τα σενάρια….όλα στην πρώτη γραμμή. Η λύπη περίσσευε, η αγανάκτηση επίσης. Ούτε το γυαλί μπορούσε να κρατήσει τόσο πόνο νόμιζες. Μπροστά στην κορύφωση του δράματος κανείς και τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί πίστευες.Ο παρουσιαστής σταρ της καθημερινότητας μας, με την μορφή βαθύτατα τεθλιμμένου και συγκλονισμένου ανθρώπου ακούσει τον πρωταγωνιστή πατέρα θύματος να απλώνει τον πόνο της απώλειας που βίωνε. Τον κατανοεί και με συντετριμμένο ύφος και ήθος όπως αποκαλύπτετε εκ των υστέρων του ζητά δυο λεπτά συγνώμη. ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙΣ λέει με πλατύ χαμόγελο που αντικατέστησε την μάσκα της υποκρισίας.ΕΛΕΟΣ! Τίποτα πια δεν μπορεί να αντισταθεί στην ορμή του ανταγωνισμού, την δολοφονία της αξιοπρέπειας, την αποθέωση του ευτελούς και την δύναμη του χρήματος; Καμιά ανθρώπινη αξία δεν μπορεί να μείνει ανέπαφη, στην επιθυμία του κέρδους, την βουλιμία της προβολής και την ματαιοδοξία του εφήμερου; Τι σόι άνθρωποι γινόμαστε πια;Μήπως εμείς, σαν κοινωνία, είμαστε τελικά οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί τέτοιων εγκλημάτων; Μήπως εμείς οπλίζουμε το χέρι του εκάστοτε θύτη που για λίγη γη, για περισσότερη ισχύ, για εφήμερη προβολή και μερικά χρήματα ξεθάβει το ζώο που κρύβει μέσα του και τρυγά στο βήμα του ψυχές;Μήπως όσο γινόμαστε περισσότερο υποκριτές, αχόρταγοι ανταγωνιστικοί, και άπληστοι τόσο η ανθρωπιά μας λιγοστεύει και χάνεται καθημερινά;Σε λίγες μέρες το μήνυμα το Χριστουγέννων που προσδοκά "επί γης ειρήνη και εν ανθρώποις ευδοκία" θα ξανακουστεί. Επί 2006 χρόνια το κορυφαίο μήνυμα αγάπης κι ανθρωπιάς άσχετα με φυλές και με θρησκείες, άσχετα με λαούς και πρόσωπα έρχεται και ξανάρχεται κι εμείς μοιάζουμε ανίκανοι να το αποδεχτούμε. Μοιάζουμε ανίκανοι να συμπορευτούμε πλάι-πλάι στο κοινό μας ταξίδι που λέγεται ζωή;Ας είναι τούτη η φορά η αρχή για να βρούμε ή να ξαναβρούμε μέσα μας ότι φαίνεται πως χάθηκε με την ταχύτητα του χρόνου. ΤΗΝ ΑΝΘΡΩΠΙΑ ΜΑΣ.Ηρεμία, γαλήνη κι ελπίδα σε όλους μας για την νέα χρονιά, φίλοι μου