Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Στην εσχατιά της ανθρώπινης αξιοπρέπειας

Αυτό τον καιρό, άθελά μου, βρέθηκα να εμπλέκομαι σε μια συζήτηση για όσα θλιβερά συνέβησαν στην εσχατιά του Αιγαίου, το Φαρμακονήσι. Φίλος της καρδιάς και συνοδοιπόρος της σκέψης μ’ έκανε κοινωνό της συζήτησης και του διαλόγου που ‘χε ο ίδιος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μου ζήτησε ευγενικά τη γνώμη και την άποψή μου. Δεν έχω και πολλή σχέση μ’ αυτά τα δίκτυα επικοινωνίας, τις μεθόδους ή τους κώδικες που χρησιμοποιούν, παρ’όλα αυτά, με την ασφάλεια του πεπερασμένου, του θαύματος, χρόνου, δέχτηκα για να μην τον κακοκαρδίσω.

Περιδιαβαίνοντας τις γραμμές και τις απόψεις των συνομιλητών διαπίστωσα ότι οι περισσότεροι έπεσαν από τα σύννεφα με το συγκεκριμένο περιστατικό. Το θεωρούσαν μοναδικό και πρωτόγνωρο για τα μέρη μας, ξένο κι αντίθετο για τις ‘αξίες’ και την ‘ηθική’ μας, ως κοινωνίας, λαού ή έθνους. Ποτισμένοι από την ενημέρωση των 8μμ, τις γραφίδες και τα μικρόφωνα της παραπλάνησης, της αποπλάνησης ψυχής και πνεύματος κι αμετανόητα υπόδουλοι ενός αμυντικού στρουθοκαμηλισμού βολικής άγνοιας, αρνούνται τη ζώσα πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που θέλει τέτοια επεισόδια αρκετά συχνά στην αυλή μας, ίσως με λιγότερα ανθρώπινα θύματα τη φορά, αλλά λίγο πιο ‘κει στις γειτονικές νησίδες με θύματα χιλιάδες, με τη βορειοαφρικανική ακτογραμμή να είναι εφαλτήριο για το ρεσάλτο στην απέναντι όχθη της μεσογειακής λεκάνης και με τη μεξικανική μεθόριο να έχει μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη. Μια πραγματικότητα που βλέπει τους εξαθλιωμένους ανθρώπους του τρίτου κόσμου να ορμούν αλαλάζοντας προς τα τείχη που έχουν σηκώσει οι εξουσίες της Δύσης για προστατέψουν την βολή και τα κέρδη που αποκόμισαν από το μακελειό και τη λεηλασία που για χρόνους κάνουν στις ζωές και τις χώρες αυτών των δύστυχων ανθρώπων.
Μια πραγματικότητα που ξέρει ότι μπορεί η  αποικιοκρατία να τελείωσε μετά βαΐων και κλάδων στα χαρτιά, αλλά είναι ζώσα και παρούσα, πολύ πιο έντονη και φρικιαστική από παλιά, βαστώντας δεμένους λαούς και χώρες όχι με αλυσίδες από σίδερο αλλά με κανόνες, χρέη, συμβάσεις, υποχρεώσεις, απαιτήσεις, δεσμά ατσάλινα, ατράνταχτα κι ατίναχτα. Μια υποδούλωση ‘δημοκρατική και ‘έννομη’ μ’ υπογραφή, χαρακιά με μελάνι υποταγής σε χαρτί σύμβασης, να σπρώχνει μυριάδες υπάρξεις, σ’ ανήλιαγη φυλακή, στα έγκατα του κόσμου χωρίς έξοδο κι ανάσα. Νταχάου φούρνοι θα πεις ξανά, χωρίς άδικο.
Μια πραγματικότητα που χαίρεται και χαζοχαρούμενα πανηγυρίζει την πτώση του τείχους στην πύλη του Βρανδεμβούργου, χωρίς να βλέπει το τέρας που θεριεύει πίσω της, λευτερωμένο κι άπληστο, να ορθώνει στο διάβα του νέα τείχη, φραγμούς και συρματοπλέγματα στην Κύπρο, στη Γάζα, στο Αφγανιστάν, στον Έβρο, στη Βαγδάτη, τη Δαμασκό, στον Ευρωπαϊκό Νότο κι αλλού όπου χρειαστεί, όπου αποδίδει λίγα κέρδη παραπάνω. Ένα τέτοιο φράγμα, ένα τέτοιο ψηλό κι απόρθητο τείχος είναι ο ευρωπαϊκός  νότος, ταγμένος να φυλάει τις καπιταλιστικές μητροπόλεις από τα στίφη των πεινασμένων κι απελπισμένων πληθυσμών που ορμούν πάνω τους για μια ελπίδα ελάχιστης επιβίωσης. Τείχος που φυλάει στις επάλξεις του την αλαζονεία των λίγων να κάνουν τα έχοντα περισσότερα εις βάρος των πολλών.
Μια τέτοια τάφρος, ένα τέτοιο οχυρωματικό τείχος ανάσχεσης είναι η Ελλάδα και το Αιγαίο μ’ ακρίτες φύλακες όχι Οθωμανούς, Τατάρους ή Σελτζούκους, αλλά μηχανισμούς και σώματα εξουσίας. Της κάθε εξουσίας χέρια μακριά, μπάτσοι, λιμενικοί, ειδικοί φρουροί, frondex, συνοριοφύλακες, εκαμίτες κ.ο.κ. Γρανάζια μιας εξουσίας, δοτής και δοσιλογικής που όταν στριμώχνεται από τη στυγνή τυραννία των επιλογών της, κι από τις εντολές των αφεντάδων της, δείχνει το αποτρόπαιο, σκληρό κι απάνθρωπο προσωπείο της, που επιμελώς κρύβει σε πιο ήρεμες εποχές.
Κι εμείς, τι κάνουμε εμείς, ο λαός, η κοινωνία, οι πολίτες; Εμείς λιγόψυχα κι υποκριτικά εξαντλούμε τον ανθρωπισμό μας σε φιλανθρωπίες άκοπες και διαμαρτυρίες ανώφελες κι αποστρέφοντας κατ’ ουσία το βλέμμα, υποτασσόμαστε βολικά, νεμόμαστε δουλικά, έναντι ψιχίων βέβαια, την υπεράξια του κόπου και του πλούτου αυτών των λαών κι εφησυχάζουμε ασφαλώς και ανωδύνως.

Ένα δεύτερο που μου έκανε εντύπωση είναι η αντίληψη περί της ιστορίας μας που επικρατεί σε πολύ κόσμο. Η αντίληψη για το αδούλωτο έθνος, το ηρωικό και πένθιμο που πάντα αντιστέκεται και παλεύει για την ελευθερία του. Μια ελευθερία που χάθηκε μόνο από τους Οθωμανούς για 400 χρόνια.
Μια πιο προσεκτική ματιά όχι στα σχολικά εγχειρίδια, αλλά σε ιστορικές πηγές και πραγματικά γεγονότα, πέρα από προθέσεις ή επιθυμίες, μυθοπλασίες ή θεωρίες, θα πιστοποιούσε πολύ απλά ότι αυτός ο λαός είναι εγκλωβισμένος σ’ ένα παραμύθι χωρίς αρχή και τέλος. Θα πιστοποιούσε ότι πέρα από τον τρόπο και την αρχική μορφή συγκρότησης των αρχαίων κοινωνιών και πέρα από τον αδιαμφισβήτητο πολιτισμό που δημιουργήθηκε, οι πληθυσμοί ή ο λαός αυτού του γεωγραφικού χώρου περισσότερο αντιμαχόταν, διαπλεκόταν και  καταναλωνόταν σε εμφύλιες διαμάχες παρά ομονοούσε. Ενώθηκε αναγκαστικά για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες και δημιούργησε τις Θερμοπύλες, το Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, ενώθηκε ξανά κάτω από την ισχυρή θέληση και προσωπικότητα του Φίλιππου και του Αλέξανδρου κι έφτασε στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου κι ύστερα συνεχίζοντας την ίδια εμφύλια διαμάχη και διάσπαση εκφυλίστηκε και υποδουλώθηκε σχεδόν αμαχητί στους Ρωμαίους. Οι πρόγονοί μας, εμείς διαχρονικά, οι κάτοικοι αυτού του τόπου, οι  κοινωνούντες την ίδια γλώσσα, οι κληρονόμοι αυτής της γνώσης, υποταχτήκαμε, ικανοποιούμενοι αυτάρεσκα ότι οι κατακτητές μετέτρεψαν τον πολιτισμό που κλεψίτυπα απέσπασαν σ’ Ελληνορωμαϊκό! Φτάνοντας οι απόγονοί τους σήμερα να θεωρούν εαυτούς κληρονόμους και συνεχιστές της αρχαίας γραμματείας και πνεύματος και εμάς παρίες και μπάσταρδα πλάσματα των επιλογών τους. Ασπαστήκαμε τον Χριστιανισμό αβίαστα, αλλά υποκύψαμε στον φονταμενταλισμό που δημιούργησε η μετατροπή του σε επίσημη θρησκεία κι εξουσία κι απεμπολήσαμε ιδέες, σκέψεις και μια πολιτιστική κληρονομιά αιώνων. Επιβιώσαμε μεν και συν το χρόνο μετεξελίξαμε  τη ρωμαϊκή σε Βυζαντινή, χριστιανική και ελληνόφωνη αυτοκρατορία πριν υποδουλωθούμε εκ νέου στους Οθωμανούς, αλλά με κόστος στον ελεύθερο λογισμό μας.
Ξεσηκωθήκαμε μετά από χρόνια και καιρούς και πήραμε τη λευτεριά μας με τ’ άρματα, αλλά πολύ σύντομα σφάξαμε τον κυβερνήτη μας, χώσαμε στο μπουντρούμι τον στρατηγό μας κι ο εχθρός έφτασε ξανά ως τ’ αυλάκι. Οι ‘φίλοι’ μας ανέλαβαν τότε να φτιάξουν κράτος στις δικές τους επιταγές και συμφέροντα, δεμένο πισθάγκωνα με χρέη, συμβούλους, ηγεμόνες, κανόνες και συμβάσεις κι εμείς υποτακτικοί αποδέκτες της αναπηρίας μας, θεωρήσαμε επίτευγμα ότι ζητήσαμε κάποτε σύνταγμα. Έτσι πορευτήκαμε με διχασμούς, χρεοκοπίες, πολέμους νικηφόρους αλλά και καταστροφές θανατηφόρες κατά τη βούλησή τους, μέχρι που ένας χαρισματικός νους συνέλαβε και ένας λεβέντης, αντάρτης, παλικάρι ανέλαβε να ξεσηκώσει το γένος, να το κάνει ανάχωμα στις ορδές του ναζισμού και ζηλωτή ξανά της λευτεριάς του.
Νικήσαμε χύνοντας ποτάμι το αίμα κι ύστερα ήρθαν ξανά, ντυμένοι "φίλοι" όπως πολλές φορές οι εχθροί μας, το παμπάλαιο χώμα πατώντας όπως λέει ο ποιητής κι έφτιαξαν νέα σφαγή εμφύλια και διχασμούς και διχόνοια. Οι επελαύνοντες σύμμαχοι και οι αποχωρούντες καταχτητές φτιάξαν τα δεσμά, τα στρατόπεδα, τα δάνεια, τους μηχανισμούς, τα χρέη, τα σύμφωνα κι επέλεξαν τους ανθρώπους επιτηρητές από τους προσκυνημένους, τις ρεβεράντζες,  τους συνεργάτες του κατακτητή που μας δέσανε με νέα σκλαβιά μέχρι και σήμερα. Μας δώσανε και ψήφο για να επιλέγουμε τους δικούς τους, γιατί όταν ‘λαθεύαμε’ και τολμούσαμε ν’ αλλάξουμε τη μοίρα μας, έστω κι έτσι, μας στήνανε στρατόπεδα, φοβέρες, μπουντρούμια κι ακρωτηριασμούς ελληνικών εδαφών.
Διαβάζοντας λοιπόν έτσι την ιστορία, θαρρώ περισσότερο η υποταγή κι η υποδούλωση γράφει στο γενετικό μας κώδικά παρά η ελευθερία κι η εξέγερση. Δεν είναι ευτυχία ή δυστυχία το να είσαι Έλληνας, η πραγματικότητα δε χρειάζεται επιθετικό προσδιορισμό. Αν όμως βλέπεις παραθλαστικά το χτες και το σήμερα, τότε σίγουρα έχεις αβέβαιο αύριο κι αυτό φοβίζει και βολεύει.

Τέλος μου έκανε εμένα έκπληξη η αντίδραση των συνομιλητών στις ενέργειες και τους λόγους του έμμισθου προπαγανδιστή και άρχοντα της ‘ενημέρωσης’. Ενώ θα έπρεπε ο εν λόγω κύριος και η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων του, των οθονών και των μικροφώνων, να τυχαίνει της πλήρους απαξίωσης κι αποστροφής του κοινού, βλέπω, παρά τις διαφορετικές αιτιάσεις,  να έλκεται και να αρέσκεται στην παραπληροφόρησή του. Αναμενόμενη και καθόλου έκπληξη ήταν η συμπεριφορά του χουλιγκάνου τιμητή, που στο πρόσωπο του χαροκαμένου μετανάστη που έχασε γυναίκα και παιδιά, λοιδορεί δημοσίως τα νεκρά θύματα, βρίζει την ανθρώπινη υπόσταση και βεβηλώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αν υπήρχε ΕΣΗΕΑ θα του έπαιρνε πάραυτα την ταυτότητα του δημοσιογράφου. Αν υπήρχε έντιμη και υπεύθυνη εργοδοσία θα τον έστελναν αμέσως σε αργία. Αν υπήρχε εισαγγελέας θα του ασκούσε δίωξη για περιύβριση και βεβήλωση νεκρών. Αν υπήρχε ιεροσύνη θα του ζητούσε την ειλικρινή μεταμέλεια της πίστης κι όχι τον αφορισμό, που πηγάζει από την εξουσίας της. Αν υπήρχε Πολιτεία θα προστάτευε όλους εμάς από τέτοιους ‘ποιοτικούς’ προβοκάτορες της ενημέρωσής μας. Αν υπήρχε λαός με ευαισθησία και συνείδηση, αντί να φλυαρεί ανωδύνως, θα επέβαλε αποφασιστικά και έμπρακτα  τη θέλησή του. Δυστυχώς στη σημερινή Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτα και κανένας απ’ αυτά.

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Το βάζο του γλυκού και οι 2 κούπες καφέ


Είχα μήνυμα στον υπολογιστή μου. Το αγνόησα κι έκλεισα την πόρτα πίσω μου. Δεν είχα χρόνο, αργότερα. Χτύπησε το κινητό. Βάδιζα και μιλούσα. Μιλούσα κι οδηγούσα. Η θεία που δεν πήγα, η φίλη που δεν είδα, η αδελφή, πελάτες, συνεργάτες, φίλοι, διαπραγματεύσεις, συνεργεία, εντολές, μίτινγκ, οδηγίες, συζητήσεις κι όλα όσα επικουρούν και  γεμίζουν ένα σύγχρονο και ανεπαρκές 24ωρο εργασίας. Μπήκα ξανά σπίτι λίγο πριν τα μεσάνυχτα και σωριάστηκα στον καναπέ. Δεν με σήκωναν από κει ούτε με βίντσι όταν ο ήχος του μηνύματος στον υπολογιστή μου ξανατάραξε τον χώρο λες και μου την είχε στημένη. Έκανα να τον αγνοήσω αλλά δεν μάσησε, το βιολί του αυτός. Με οργή σηκώθηκα για να τον σταματήσω και το μήνυμα ας περίμενε τον χρόνο, την υπομονή και την διάθεση μου, να το διαβάσω. Έψαξα το «Exit» αλλά θες από λάθος, θες από διαίσθηση ή συμπαντική συνομωσία, άνοιξε. Ένα πολύχρωμο σλάιντ, σαν παιδικός πίνακας με προκαλούσε και με καλούσε «Το βάζο του γλυκού κι οι 2 κούπες καφέ» έγραφε.
Μπήκα στο σπίτι με φούρια. Ένα κομμάτι ζεσταμένη πασταφλώρα και λίγος καφές για να ξεγελάσω την πείνα μου. Μετά χαρτιά, σημειώσεις, ραντεβού κι ο χρόνος λειψός για να τα χωρέσει όλα. Αλήθεια πόσες φορές δεν παρακάλεσα να πληθύνουν οι ώρες του 24ώρου γιατί δε μου φτάσουν. Τσάντα, κλειδιά, κινητό, σακάκι κι έφυγα. Ένας στακάτος αλλά παιχνιδιάρικος ήχος τάραξε την προσοχή μου και με κοκάλωσε στην πόρτα. Αφουγκράστηκα το χώρο. Αναζήτησα την προέλευση και την μορφή του. Βεβαιώθηκα. 
 
 Έκανα κλικ και προχώρησα….
 
Ο καθηγητής στάθηκε μπροστά στους φοιτητές της τάξης του, της φιλοσοφικής σχολής, έχοντας μπροστά του κάποια αντικείμενα. Όταν η τάξη ησύχασε, χωρίς να πει τίποτα, πήρε ένα μεγάλο βάζο του γλυκού και άρχισε να το γεμίζει με μπαλάκια του τένις. Όταν πλέον δεν χωρούσε άλλα, κοίταξε τους μαθητές του και τους ρώτησε αν το βάζο γέμισε και εκείνοι συμφώνησαν.
 
 Κλικ στο επόμενο….
 
Τότε ο καθηγητής πήρε χαλίκια κι άρχισε να τα ρίχνει στο βάζο κουνώντας το και αυτά πήγαν στα κενά ανάμεσα στις μπάλες του τένις. Όταν πια δεν χωρούσαν άλλα χαλίκια ρώτησε τους μαθητές αν το βάζο ήταν γεμάτο. Αυτοί κάπως σαστισμένοι είπαν πως είναι.
 
 Κλικ στο επόμενο….
 
Ο καθηγητής στη συνέχεια πήρε άμμο και αφού την έριξε στο βάζο, γέμισε όλα τα κενά ανάμεσα στα χαλίκια και ρώτησε ξανά τους μαθητές  το βάζο ήταν γεμάτο. Αυτοί ανταπάντησαν με ένα ομόφωνο ΝΑΙ.
 
Κλικ….
 
Τότε ο καθηγητής έσκυψε και πήρε κάτω από το γραφείο 2 κούπες καφέ και τις έριξε στο βάζο ενώ οι μαθητές πλέον γελούσαν απορημένοι.
 
Κλικ ….
 
«Τώρα», λέει ο καθηγητής, «Θέλω να θεωρήσετε ότι το βάζο αντιπροσωπεύει τη ζωή σας. Οι μπάλες του τένις είναι τα πλέον ιερά και μεγάλα πράγματα στη ζωή σας, όπως η πατρίδα, η οικογένεια, τα παιδιά σας, οι φίλοι σας και οι αγαπημένες σας ασχολίες, πράγματα που ακόμα και όλα τα άλλα αν χαθούν, αυτά είναι ικανά να γεμίσουν την ζωή σας.
 
Τα χαλίκια αντιπροσωπεύουν πράγματα σημαντικά όπως η δουλειά σας, το αυτοκίνητό σας, ένα σπίτι. Η άμμος είναι όλα τα μικρότερης σημασίας πράγματα. Αν γεμίσετε το βάζο πρώτα με άμμο, δεν θα υπάρχει χώρος για να βάλετε τα χαλίκια και τις μπάλες του τένις.
 
Το ίδιο ισχύει και για τη ζωή σας. Αν ξοδέψετε την ώρα σας και την ενέργειά σας για μικρά πράγματα δεν θα έχετε χρόνο και δύναμη για μεγαλύτερα και σημαντικότερα. Φροντίστε για τα μπαλάκια του τένις πρώτα, μετά για τα χαλικάκια. Στο τέλος για την άμμο»
 
Κλικ….
 
Ένας μαθητής σήκωσε το χέρι και ρώτησε, τι αντιπροσώπευε ο καφές. Ο καθηγητής χαμογέλασε και είπε:
 
«Ο καφές είναι για να σας δείξει πως όσο γεμάτη και να είναι η ζωή σας, πάντα θα υπάρχει χώρος για ένα καφεδάκι με έναν φίλο»
 
Όταν φίλοι και φίλες μου, οι υποθέσεις και τα θέματα της καθημερινότητάς σας γίνουν τόσα πολλά, που δεν επαρκεί ο χρόνος του 24ωρου για να τα χειριστείτε, θυμηθείτε το βάζο του γλυκού και τις 2 κούπες καφέ κι απολαύστε τον με το φιλαράκι σας.
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό 'Ελληνικό Σπίτι' Δεκέμβριος 2008

Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2014

House of the rising sun

....κι αν είμαι rock να με φοβάσαι ας έγινα κιόλας.....

"....στο σπίτι του ανατέλλοντος ηλίου, μέσα στη αχλή μιας ανεπιθύμητης επιβίωσης και στη τσίκνα μιας πληρωμένης επιθυμίας, οι νέοι “χαλιόντουσαν” όχι  από θέληση.
Έξω, τους προσφέρονταν μονάχα ένα  λουρί. Το  λουρί  του  άρχοντα, του  κυρίαρχου,  τ’ αφεντικού. Λουρί σκληρό κι άβολο για να φορέσουν της σκλαβιάς τους την υποταγή.  
Δε  γούσταραν. Πνίγονταν,  ασφυκτιούσαν, οργίζονταν,  για τ’  άδικο  και  το  μοιραίο.
Δε  γούσταραν μια ζωή χωρίς αύριο κι ένα αύριο χωρίς ζωή. Θύμωναν.
Κι αυτόν τον θυμό, την αγανάκτηση και την αηδία, την έκαναν τραγούδι.
Τραγούδι  για τα όνειρα και  τις υποσχέσεις ενός πολέμου που κερδήθηκε μάταια  και των πολέμων που  έρχονταν αναίτια.
Τραγούδι μιας ζωής που τους δόθηκε απλόχερα και τους την εκμεταλλεύονταν 
βίαια.
Τραγούδι  βουβό κι άγριο. Τραγούδι αγνό με συναίσθημα ανεπιτήδευτο. Κραυγή  αγωνίας και  ύπαρξης υπόγειας.
Σ’ αυτό  πάνω ‘βαλαν όνειρα, επιθυμίες και σκέψεις και  το ‘στειλαν στ’ αστέρια.  Στο έτσι. Στο πουθενά και στ’ άπειρο.
Μήνυμα σε μποτίλια χωρίς αποδέκτη έμοιαζε το όλο εγχείρημα.
Το σύμπαν όμως συνωμότησε γι άγνωστο λόγο. Μάζεψε όλους αυτούς τους ήχους κι όλους αυτούς τους στοίχους ,  τους αγκάλιασε, τους φίλεψε και τους έστειλε ξανά πίσω  σε εκατομμύρια
ψυχές κι αισθήσεις που πρόσμεναν το μήνυμα, σαν έτοιμες από καιρό “δεμένες” σ’ αόρατο δίχτυ.
 Ένα δίχτυ  με  καλώδια, συχνότητες, τρανζίστορ, κύματα  και μηχανές που ‘φτιαξαν οι άνθρωποι για  ν’ αμυνθούν  στη  σιωπή.
Οι  ψυχές πλήθαιναν, το μαγικό “ταμ-ταμ” απλώνονταν, η αντάρα μεγάλωνε κι οι νέοι ενώνονταν σε μια παγκόσμια  επικοινωνία  αλληλεγγύης κι αντίστασης. Ο κουρνιαχτός  φούσκωνε, η  οργή φούντωνε, τα αισθήματα ξεχείλιζαν κι η ανατροπή γινόταν δικαίωμα απαιτητό.
Οι άρχοντες  πανικοβλήθηκαν,  τα  αφεντικά  τρόμαξαν,  η  εξουσία κλονίστηκε.
Οι έμποροι ανέλαβαν τότε για μια ακόμα φορά στην ιστορία να καθαρίσουν το ανάρμοστο. Ανέλαβαν να ρίξουν εικόνα και  σκόνη για  να αλλοιώσουν  τις  νότες  μ’ άλλες νότες αναίσθητες,  να μπερδέψουν τις λέξεις με άλλες λέξεις  ανώδυνες  και να θολώσουν τις σκέψεις μ’ άλλες  σκέψεις ανήμπορες.
...Το κατόρθωσαν.

Μα  τ’ άστρα  σκανταλιάρικα όπως είναι κράτησαν  μέσα τους  αυτές τις  μουσικές  και  τα τραγούδια ανέπαφα. Τα φύλαξαν για να μπολιάζουν από καιρό  σε καιρό, τις νέες γενιές, τις νέες ψυχές, τα νέα αισθήματα και να φτιάχνουν το αύριο της ελπίδας..."


....κι αν είμαι rock να με φοβάσαι κι ας έγινα κιόλας.....

Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Gli Altri (Οι άλλοι)


Στις 7, 8 και 9 Ιανουαρίου 2010, η πόλη του Rosarno (Καλαβρία – Ιταλία) έγινε θέατρο βίαιων επεισοδίων μεταξύ μεταναστών –εποχικών εργαζομένων στον γεωργικό κλάδο– και μερίδας του τοπικού πληθυσμού. Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύθηκαν στον Τύπο, δύο μετανάστες τραυματίστηκαν από πυροβολισμούς, ενώ άλλοι ξυλοκοπήθηκαν και πετροβολήθηκαν, ανεβάζοντας το συνολικό αριθμό των τραυματιών στους 37. Στη συνέχεια, 250 μετανάστες μεταφέρθηκαν σε άλλες περιοχές της ιταλικής επικράτειας. Το έναυσμα για την εξέγερση αποτέλεσαν οι απάνθρωπες συνθήκες υπό τις οποίες είναι αναγκασμένοι να εργάζονται οι μετανάστες και, ιδίως, ο τραυματισμός δύο εξ αυτών από άτομα του υποκόσμου της περιοχής, ο οποίος προμηθεύει με παράνομο τρόπο εργατικά χέρια για αγροτικές εργασίες. Οι μετανάστες που διαμένουν στο Rosarno, όπως και σε πολλές άλλες περιοχές της νότιας Ιταλίας, πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης, ρατσισμού και βίας, και ζουν υπό συνθήκες εξαθλίωσης. Τα γεγονότα στο Rosarno υπογραμμίζουν για ακόμη μια φορά αφενός την ανεπάρκεια τόσο των εθνικών και ευρωπαϊκών μεταναστευτικών πολιτικών όσο και των προσπαθειών της ιταλικής κυβέρνησης να πατάξει το οργανωμένο έγκλημα, αφετέρου τη συνεχιζόμενη, εκτεταμένη και απαράδεκτη εκμετάλλευση εργαζόμενων μεταναστών και τον διάχυτο ρατσισμό που επικρατεί.