Αυτό
τον καιρό, άθελά μου, βρέθηκα να εμπλέκομαι σε μια συζήτηση για όσα θλιβερά
συνέβησαν στην εσχατιά του Αιγαίου, το Φαρμακονήσι. Φίλος της καρδιάς και
συνοδοιπόρος της σκέψης μ’ έκανε κοινωνό της συζήτησης και του διαλόγου που ‘χε
ο ίδιος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και μου ζήτησε ευγενικά τη γνώμη και την
άποψή μου. Δεν έχω και πολλή σχέση μ’ αυτά τα δίκτυα επικοινωνίας, τις μεθόδους
ή τους κώδικες που χρησιμοποιούν, παρ’όλα αυτά, με την ασφάλεια του
πεπερασμένου, του θαύματος, χρόνου, δέχτηκα για να μην τον κακοκαρδίσω.
Περιδιαβαίνοντας τις γραμμές και τις απόψεις των συνομιλητών διαπίστωσα ότι οι περισσότεροι έπεσαν από τα σύννεφα με το συγκεκριμένο περιστατικό. Το θεωρούσαν μοναδικό και πρωτόγνωρο για τα μέρη μας, ξένο κι αντίθετο για τις ‘αξίες’ και την ‘ηθική’ μας, ως κοινωνίας, λαού ή έθνους. Ποτισμένοι από την ενημέρωση των 8μμ, τις γραφίδες και τα μικρόφωνα της παραπλάνησης, της αποπλάνησης ψυχής και πνεύματος κι αμετανόητα υπόδουλοι ενός αμυντικού στρουθοκαμηλισμού βολικής άγνοιας, αρνούνται τη ζώσα πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που θέλει τέτοια επεισόδια αρκετά συχνά στην αυλή μας, ίσως με λιγότερα ανθρώπινα θύματα τη φορά, αλλά λίγο πιο ‘κει στις γειτονικές νησίδες με θύματα χιλιάδες, με τη βορειοαφρικανική ακτογραμμή να είναι εφαλτήριο για το ρεσάλτο στην απέναντι όχθη της μεσογειακής λεκάνης και με τη μεξικανική μεθόριο να έχει μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη. Μια πραγματικότητα που βλέπει τους εξαθλιωμένους ανθρώπους του τρίτου κόσμου να ορμούν αλαλάζοντας προς τα τείχη που έχουν σηκώσει οι εξουσίες της Δύσης για προστατέψουν την βολή και τα κέρδη που αποκόμισαν από το μακελειό και τη λεηλασία που για χρόνους κάνουν στις ζωές και τις χώρες αυτών των δύστυχων ανθρώπων.
Μια πραγματικότητα που ξέρει ότι μπορεί η αποικιοκρατία να τελείωσε μετά βαΐων και κλάδων στα χαρτιά, αλλά είναι ζώσα και παρούσα, πολύ πιο έντονη και φρικιαστική από παλιά, βαστώντας δεμένους λαούς και χώρες όχι με αλυσίδες από σίδερο αλλά με κανόνες, χρέη, συμβάσεις, υποχρεώσεις, απαιτήσεις, δεσμά ατσάλινα, ατράνταχτα κι ατίναχτα. Μια υποδούλωση ‘δημοκρατική και ‘έννομη’ μ’ υπογραφή, χαρακιά με μελάνι υποταγής σε χαρτί σύμβασης, να σπρώχνει μυριάδες υπάρξεις, σ’ ανήλιαγη φυλακή, στα έγκατα του κόσμου χωρίς έξοδο κι ανάσα. Νταχάου φούρνοι θα πεις ξανά, χωρίς άδικο.
Μια πραγματικότητα που χαίρεται και χαζοχαρούμενα πανηγυρίζει την πτώση του τείχους στην πύλη του Βρανδεμβούργου, χωρίς να βλέπει το τέρας που θεριεύει πίσω της, λευτερωμένο κι άπληστο, να ορθώνει στο διάβα του νέα τείχη, φραγμούς και συρματοπλέγματα στην Κύπρο, στη Γάζα, στο Αφγανιστάν, στον Έβρο, στη Βαγδάτη, τη Δαμασκό, στον Ευρωπαϊκό Νότο κι αλλού όπου χρειαστεί, όπου αποδίδει λίγα κέρδη παραπάνω. Ένα τέτοιο φράγμα, ένα τέτοιο ψηλό κι απόρθητο τείχος είναι ο ευρωπαϊκός νότος, ταγμένος να φυλάει τις καπιταλιστικές μητροπόλεις από τα στίφη των πεινασμένων κι απελπισμένων πληθυσμών που ορμούν πάνω τους για μια ελπίδα ελάχιστης επιβίωσης. Τείχος που φυλάει στις επάλξεις του την αλαζονεία των λίγων να κάνουν τα έχοντα περισσότερα εις βάρος των πολλών.
Μια τέτοια τάφρος, ένα τέτοιο οχυρωματικό τείχος ανάσχεσης είναι η Ελλάδα και το Αιγαίο μ’ ακρίτες φύλακες όχι Οθωμανούς, Τατάρους ή Σελτζούκους, αλλά μηχανισμούς και σώματα εξουσίας. Της κάθε εξουσίας χέρια μακριά, μπάτσοι, λιμενικοί, ειδικοί φρουροί, frondex, συνοριοφύλακες, εκαμίτες κ.ο.κ. Γρανάζια μιας εξουσίας, δοτής και δοσιλογικής που όταν στριμώχνεται από τη στυγνή τυραννία των επιλογών της, κι από τις εντολές των αφεντάδων της, δείχνει το αποτρόπαιο, σκληρό κι απάνθρωπο προσωπείο της, που επιμελώς κρύβει σε πιο ήρεμες εποχές.
Κι εμείς, τι κάνουμε εμείς, ο λαός, η κοινωνία, οι πολίτες; Εμείς λιγόψυχα κι υποκριτικά εξαντλούμε τον ανθρωπισμό μας σε φιλανθρωπίες άκοπες και διαμαρτυρίες ανώφελες κι αποστρέφοντας κατ’ ουσία το βλέμμα, υποτασσόμαστε βολικά, νεμόμαστε δουλικά, έναντι ψιχίων βέβαια, την υπεράξια του κόπου και του πλούτου αυτών των λαών κι εφησυχάζουμε ασφαλώς και ανωδύνως.
Ένα δεύτερο που μου έκανε εντύπωση είναι η αντίληψη περί της ιστορίας μας που επικρατεί σε πολύ κόσμο. Η αντίληψη για το αδούλωτο έθνος, το ηρωικό και πένθιμο που πάντα αντιστέκεται και παλεύει για την ελευθερία του. Μια ελευθερία που χάθηκε μόνο από τους Οθωμανούς για 400 χρόνια.
Μια πιο προσεκτική ματιά όχι στα σχολικά εγχειρίδια, αλλά σε ιστορικές πηγές και πραγματικά γεγονότα, πέρα από προθέσεις ή επιθυμίες, μυθοπλασίες ή θεωρίες, θα πιστοποιούσε πολύ απλά ότι αυτός ο λαός είναι εγκλωβισμένος σ’ ένα παραμύθι χωρίς αρχή και τέλος. Θα πιστοποιούσε ότι πέρα από τον τρόπο και την αρχική μορφή συγκρότησης των αρχαίων κοινωνιών και πέρα από τον αδιαμφισβήτητο πολιτισμό που δημιουργήθηκε, οι πληθυσμοί ή ο λαός αυτού του γεωγραφικού χώρου περισσότερο αντιμαχόταν, διαπλεκόταν και καταναλωνόταν σε εμφύλιες διαμάχες παρά ομονοούσε. Ενώθηκε αναγκαστικά για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες και δημιούργησε τις Θερμοπύλες, το Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, ενώθηκε ξανά κάτω από την ισχυρή θέληση και προσωπικότητα του Φίλιππου και του Αλέξανδρου κι έφτασε στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου κι ύστερα συνεχίζοντας την ίδια εμφύλια διαμάχη και διάσπαση εκφυλίστηκε και υποδουλώθηκε σχεδόν αμαχητί στους Ρωμαίους. Οι πρόγονοί μας, εμείς διαχρονικά, οι κάτοικοι αυτού του τόπου, οι κοινωνούντες την ίδια γλώσσα, οι κληρονόμοι αυτής της γνώσης, υποταχτήκαμε, ικανοποιούμενοι αυτάρεσκα ότι οι κατακτητές μετέτρεψαν τον πολιτισμό που κλεψίτυπα απέσπασαν σ’ Ελληνορωμαϊκό! Φτάνοντας οι απόγονοί τους σήμερα να θεωρούν εαυτούς κληρονόμους και συνεχιστές της αρχαίας γραμματείας και πνεύματος και εμάς παρίες και μπάσταρδα πλάσματα των επιλογών τους. Ασπαστήκαμε τον Χριστιανισμό αβίαστα, αλλά υποκύψαμε στον φονταμενταλισμό που δημιούργησε η μετατροπή του σε επίσημη θρησκεία κι εξουσία κι απεμπολήσαμε ιδέες, σκέψεις και μια πολιτιστική κληρονομιά αιώνων. Επιβιώσαμε μεν και συν το χρόνο μετεξελίξαμε τη ρωμαϊκή σε Βυζαντινή, χριστιανική και ελληνόφωνη αυτοκρατορία πριν υποδουλωθούμε εκ νέου στους Οθωμανούς, αλλά με κόστος στον ελεύθερο λογισμό μας.
Ξεσηκωθήκαμε μετά από χρόνια και καιρούς και πήραμε τη λευτεριά μας με τ’ άρματα, αλλά πολύ σύντομα σφάξαμε τον κυβερνήτη μας, χώσαμε στο μπουντρούμι τον στρατηγό μας κι ο εχθρός έφτασε ξανά ως τ’ αυλάκι. Οι ‘φίλοι’ μας ανέλαβαν τότε να φτιάξουν κράτος στις δικές τους επιταγές και συμφέροντα, δεμένο πισθάγκωνα με χρέη, συμβούλους, ηγεμόνες, κανόνες και συμβάσεις κι εμείς υποτακτικοί αποδέκτες της αναπηρίας μας, θεωρήσαμε επίτευγμα ότι ζητήσαμε κάποτε σύνταγμα. Έτσι πορευτήκαμε με διχασμούς, χρεοκοπίες, πολέμους νικηφόρους αλλά και καταστροφές θανατηφόρες κατά τη βούλησή τους, μέχρι που ένας χαρισματικός νους συνέλαβε και ένας λεβέντης, αντάρτης, παλικάρι ανέλαβε να ξεσηκώσει το γένος, να το κάνει ανάχωμα στις ορδές του ναζισμού και ζηλωτή ξανά της λευτεριάς του.
Νικήσαμε χύνοντας ποτάμι το αίμα κι ύστερα ήρθαν ξανά, ντυμένοι "φίλοι" όπως πολλές φορές οι εχθροί μας, το παμπάλαιο χώμα πατώντας όπως λέει ο ποιητής κι έφτιαξαν νέα σφαγή εμφύλια και διχασμούς και διχόνοια. Οι επελαύνοντες σύμμαχοι και οι αποχωρούντες καταχτητές φτιάξαν τα δεσμά, τα στρατόπεδα, τα δάνεια, τους μηχανισμούς, τα χρέη, τα σύμφωνα κι επέλεξαν τους ανθρώπους επιτηρητές από τους προσκυνημένους, τις ρεβεράντζες, τους συνεργάτες του κατακτητή που μας δέσανε με νέα σκλαβιά μέχρι και σήμερα. Μας δώσανε και ψήφο για να επιλέγουμε τους δικούς τους, γιατί όταν ‘λαθεύαμε’ και τολμούσαμε ν’ αλλάξουμε τη μοίρα μας, έστω κι έτσι, μας στήνανε στρατόπεδα, φοβέρες, μπουντρούμια κι ακρωτηριασμούς ελληνικών εδαφών.
Διαβάζοντας λοιπόν έτσι την ιστορία, θαρρώ περισσότερο η υποταγή κι η υποδούλωση γράφει στο γενετικό μας κώδικά παρά η ελευθερία κι η εξέγερση. Δεν είναι ευτυχία ή δυστυχία το να είσαι Έλληνας, η πραγματικότητα δε χρειάζεται επιθετικό προσδιορισμό. Αν όμως βλέπεις παραθλαστικά το χτες και το σήμερα, τότε σίγουρα έχεις αβέβαιο αύριο κι αυτό φοβίζει και βολεύει.
Τέλος μου έκανε εμένα έκπληξη η αντίδραση των συνομιλητών στις ενέργειες και τους λόγους του έμμισθου προπαγανδιστή και άρχοντα της ‘ενημέρωσης’. Ενώ θα έπρεπε ο εν λόγω κύριος και η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων του, των οθονών και των μικροφώνων, να τυχαίνει της πλήρους απαξίωσης κι αποστροφής του κοινού, βλέπω, παρά τις διαφορετικές αιτιάσεις, να έλκεται και να αρέσκεται στην παραπληροφόρησή του. Αναμενόμενη και καθόλου έκπληξη ήταν η συμπεριφορά του χουλιγκάνου τιμητή, που στο πρόσωπο του χαροκαμένου μετανάστη που έχασε γυναίκα και παιδιά, λοιδορεί δημοσίως τα νεκρά θύματα, βρίζει την ανθρώπινη υπόσταση και βεβηλώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αν υπήρχε ΕΣΗΕΑ θα του έπαιρνε πάραυτα την ταυτότητα του δημοσιογράφου. Αν υπήρχε έντιμη και υπεύθυνη εργοδοσία θα τον έστελναν αμέσως σε αργία. Αν υπήρχε εισαγγελέας θα του ασκούσε δίωξη για περιύβριση και βεβήλωση νεκρών. Αν υπήρχε ιεροσύνη θα του ζητούσε την ειλικρινή μεταμέλεια της πίστης κι όχι τον αφορισμό, που πηγάζει από την εξουσίας της. Αν υπήρχε Πολιτεία θα προστάτευε όλους εμάς από τέτοιους ‘ποιοτικούς’ προβοκάτορες της ενημέρωσής μας. Αν υπήρχε λαός με ευαισθησία και συνείδηση, αντί να φλυαρεί ανωδύνως, θα επέβαλε αποφασιστικά και έμπρακτα τη θέλησή του. Δυστυχώς στη σημερινή Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτα και κανένας απ’ αυτά.
Περιδιαβαίνοντας τις γραμμές και τις απόψεις των συνομιλητών διαπίστωσα ότι οι περισσότεροι έπεσαν από τα σύννεφα με το συγκεκριμένο περιστατικό. Το θεωρούσαν μοναδικό και πρωτόγνωρο για τα μέρη μας, ξένο κι αντίθετο για τις ‘αξίες’ και την ‘ηθική’ μας, ως κοινωνίας, λαού ή έθνους. Ποτισμένοι από την ενημέρωση των 8μμ, τις γραφίδες και τα μικρόφωνα της παραπλάνησης, της αποπλάνησης ψυχής και πνεύματος κι αμετανόητα υπόδουλοι ενός αμυντικού στρουθοκαμηλισμού βολικής άγνοιας, αρνούνται τη ζώσα πραγματικότητα.
Μια πραγματικότητα που θέλει τέτοια επεισόδια αρκετά συχνά στην αυλή μας, ίσως με λιγότερα ανθρώπινα θύματα τη φορά, αλλά λίγο πιο ‘κει στις γειτονικές νησίδες με θύματα χιλιάδες, με τη βορειοαφρικανική ακτογραμμή να είναι εφαλτήριο για το ρεσάλτο στην απέναντι όχθη της μεσογειακής λεκάνης και με τη μεξικανική μεθόριο να έχει μετατραπεί σε εμπόλεμη ζώνη. Μια πραγματικότητα που βλέπει τους εξαθλιωμένους ανθρώπους του τρίτου κόσμου να ορμούν αλαλάζοντας προς τα τείχη που έχουν σηκώσει οι εξουσίες της Δύσης για προστατέψουν την βολή και τα κέρδη που αποκόμισαν από το μακελειό και τη λεηλασία που για χρόνους κάνουν στις ζωές και τις χώρες αυτών των δύστυχων ανθρώπων.
Μια πραγματικότητα που ξέρει ότι μπορεί η αποικιοκρατία να τελείωσε μετά βαΐων και κλάδων στα χαρτιά, αλλά είναι ζώσα και παρούσα, πολύ πιο έντονη και φρικιαστική από παλιά, βαστώντας δεμένους λαούς και χώρες όχι με αλυσίδες από σίδερο αλλά με κανόνες, χρέη, συμβάσεις, υποχρεώσεις, απαιτήσεις, δεσμά ατσάλινα, ατράνταχτα κι ατίναχτα. Μια υποδούλωση ‘δημοκρατική και ‘έννομη’ μ’ υπογραφή, χαρακιά με μελάνι υποταγής σε χαρτί σύμβασης, να σπρώχνει μυριάδες υπάρξεις, σ’ ανήλιαγη φυλακή, στα έγκατα του κόσμου χωρίς έξοδο κι ανάσα. Νταχάου φούρνοι θα πεις ξανά, χωρίς άδικο.
Μια πραγματικότητα που χαίρεται και χαζοχαρούμενα πανηγυρίζει την πτώση του τείχους στην πύλη του Βρανδεμβούργου, χωρίς να βλέπει το τέρας που θεριεύει πίσω της, λευτερωμένο κι άπληστο, να ορθώνει στο διάβα του νέα τείχη, φραγμούς και συρματοπλέγματα στην Κύπρο, στη Γάζα, στο Αφγανιστάν, στον Έβρο, στη Βαγδάτη, τη Δαμασκό, στον Ευρωπαϊκό Νότο κι αλλού όπου χρειαστεί, όπου αποδίδει λίγα κέρδη παραπάνω. Ένα τέτοιο φράγμα, ένα τέτοιο ψηλό κι απόρθητο τείχος είναι ο ευρωπαϊκός νότος, ταγμένος να φυλάει τις καπιταλιστικές μητροπόλεις από τα στίφη των πεινασμένων κι απελπισμένων πληθυσμών που ορμούν πάνω τους για μια ελπίδα ελάχιστης επιβίωσης. Τείχος που φυλάει στις επάλξεις του την αλαζονεία των λίγων να κάνουν τα έχοντα περισσότερα εις βάρος των πολλών.
Μια τέτοια τάφρος, ένα τέτοιο οχυρωματικό τείχος ανάσχεσης είναι η Ελλάδα και το Αιγαίο μ’ ακρίτες φύλακες όχι Οθωμανούς, Τατάρους ή Σελτζούκους, αλλά μηχανισμούς και σώματα εξουσίας. Της κάθε εξουσίας χέρια μακριά, μπάτσοι, λιμενικοί, ειδικοί φρουροί, frondex, συνοριοφύλακες, εκαμίτες κ.ο.κ. Γρανάζια μιας εξουσίας, δοτής και δοσιλογικής που όταν στριμώχνεται από τη στυγνή τυραννία των επιλογών της, κι από τις εντολές των αφεντάδων της, δείχνει το αποτρόπαιο, σκληρό κι απάνθρωπο προσωπείο της, που επιμελώς κρύβει σε πιο ήρεμες εποχές.
Κι εμείς, τι κάνουμε εμείς, ο λαός, η κοινωνία, οι πολίτες; Εμείς λιγόψυχα κι υποκριτικά εξαντλούμε τον ανθρωπισμό μας σε φιλανθρωπίες άκοπες και διαμαρτυρίες ανώφελες κι αποστρέφοντας κατ’ ουσία το βλέμμα, υποτασσόμαστε βολικά, νεμόμαστε δουλικά, έναντι ψιχίων βέβαια, την υπεράξια του κόπου και του πλούτου αυτών των λαών κι εφησυχάζουμε ασφαλώς και ανωδύνως.
Ένα δεύτερο που μου έκανε εντύπωση είναι η αντίληψη περί της ιστορίας μας που επικρατεί σε πολύ κόσμο. Η αντίληψη για το αδούλωτο έθνος, το ηρωικό και πένθιμο που πάντα αντιστέκεται και παλεύει για την ελευθερία του. Μια ελευθερία που χάθηκε μόνο από τους Οθωμανούς για 400 χρόνια.
Μια πιο προσεκτική ματιά όχι στα σχολικά εγχειρίδια, αλλά σε ιστορικές πηγές και πραγματικά γεγονότα, πέρα από προθέσεις ή επιθυμίες, μυθοπλασίες ή θεωρίες, θα πιστοποιούσε πολύ απλά ότι αυτός ο λαός είναι εγκλωβισμένος σ’ ένα παραμύθι χωρίς αρχή και τέλος. Θα πιστοποιούσε ότι πέρα από τον τρόπο και την αρχική μορφή συγκρότησης των αρχαίων κοινωνιών και πέρα από τον αδιαμφισβήτητο πολιτισμό που δημιουργήθηκε, οι πληθυσμοί ή ο λαός αυτού του γεωγραφικού χώρου περισσότερο αντιμαχόταν, διαπλεκόταν και καταναλωνόταν σε εμφύλιες διαμάχες παρά ομονοούσε. Ενώθηκε αναγκαστικά για να αντιμετωπίσει τους Πέρσες και δημιούργησε τις Θερμοπύλες, το Μαραθώνα και τη Σαλαμίνα, ενώθηκε ξανά κάτω από την ισχυρή θέληση και προσωπικότητα του Φίλιππου και του Αλέξανδρου κι έφτασε στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου κι ύστερα συνεχίζοντας την ίδια εμφύλια διαμάχη και διάσπαση εκφυλίστηκε και υποδουλώθηκε σχεδόν αμαχητί στους Ρωμαίους. Οι πρόγονοί μας, εμείς διαχρονικά, οι κάτοικοι αυτού του τόπου, οι κοινωνούντες την ίδια γλώσσα, οι κληρονόμοι αυτής της γνώσης, υποταχτήκαμε, ικανοποιούμενοι αυτάρεσκα ότι οι κατακτητές μετέτρεψαν τον πολιτισμό που κλεψίτυπα απέσπασαν σ’ Ελληνορωμαϊκό! Φτάνοντας οι απόγονοί τους σήμερα να θεωρούν εαυτούς κληρονόμους και συνεχιστές της αρχαίας γραμματείας και πνεύματος και εμάς παρίες και μπάσταρδα πλάσματα των επιλογών τους. Ασπαστήκαμε τον Χριστιανισμό αβίαστα, αλλά υποκύψαμε στον φονταμενταλισμό που δημιούργησε η μετατροπή του σε επίσημη θρησκεία κι εξουσία κι απεμπολήσαμε ιδέες, σκέψεις και μια πολιτιστική κληρονομιά αιώνων. Επιβιώσαμε μεν και συν το χρόνο μετεξελίξαμε τη ρωμαϊκή σε Βυζαντινή, χριστιανική και ελληνόφωνη αυτοκρατορία πριν υποδουλωθούμε εκ νέου στους Οθωμανούς, αλλά με κόστος στον ελεύθερο λογισμό μας.
Ξεσηκωθήκαμε μετά από χρόνια και καιρούς και πήραμε τη λευτεριά μας με τ’ άρματα, αλλά πολύ σύντομα σφάξαμε τον κυβερνήτη μας, χώσαμε στο μπουντρούμι τον στρατηγό μας κι ο εχθρός έφτασε ξανά ως τ’ αυλάκι. Οι ‘φίλοι’ μας ανέλαβαν τότε να φτιάξουν κράτος στις δικές τους επιταγές και συμφέροντα, δεμένο πισθάγκωνα με χρέη, συμβούλους, ηγεμόνες, κανόνες και συμβάσεις κι εμείς υποτακτικοί αποδέκτες της αναπηρίας μας, θεωρήσαμε επίτευγμα ότι ζητήσαμε κάποτε σύνταγμα. Έτσι πορευτήκαμε με διχασμούς, χρεοκοπίες, πολέμους νικηφόρους αλλά και καταστροφές θανατηφόρες κατά τη βούλησή τους, μέχρι που ένας χαρισματικός νους συνέλαβε και ένας λεβέντης, αντάρτης, παλικάρι ανέλαβε να ξεσηκώσει το γένος, να το κάνει ανάχωμα στις ορδές του ναζισμού και ζηλωτή ξανά της λευτεριάς του.
Νικήσαμε χύνοντας ποτάμι το αίμα κι ύστερα ήρθαν ξανά, ντυμένοι "φίλοι" όπως πολλές φορές οι εχθροί μας, το παμπάλαιο χώμα πατώντας όπως λέει ο ποιητής κι έφτιαξαν νέα σφαγή εμφύλια και διχασμούς και διχόνοια. Οι επελαύνοντες σύμμαχοι και οι αποχωρούντες καταχτητές φτιάξαν τα δεσμά, τα στρατόπεδα, τα δάνεια, τους μηχανισμούς, τα χρέη, τα σύμφωνα κι επέλεξαν τους ανθρώπους επιτηρητές από τους προσκυνημένους, τις ρεβεράντζες, τους συνεργάτες του κατακτητή που μας δέσανε με νέα σκλαβιά μέχρι και σήμερα. Μας δώσανε και ψήφο για να επιλέγουμε τους δικούς τους, γιατί όταν ‘λαθεύαμε’ και τολμούσαμε ν’ αλλάξουμε τη μοίρα μας, έστω κι έτσι, μας στήνανε στρατόπεδα, φοβέρες, μπουντρούμια κι ακρωτηριασμούς ελληνικών εδαφών.
Διαβάζοντας λοιπόν έτσι την ιστορία, θαρρώ περισσότερο η υποταγή κι η υποδούλωση γράφει στο γενετικό μας κώδικά παρά η ελευθερία κι η εξέγερση. Δεν είναι ευτυχία ή δυστυχία το να είσαι Έλληνας, η πραγματικότητα δε χρειάζεται επιθετικό προσδιορισμό. Αν όμως βλέπεις παραθλαστικά το χτες και το σήμερα, τότε σίγουρα έχεις αβέβαιο αύριο κι αυτό φοβίζει και βολεύει.
Τέλος μου έκανε εμένα έκπληξη η αντίδραση των συνομιλητών στις ενέργειες και τους λόγους του έμμισθου προπαγανδιστή και άρχοντα της ‘ενημέρωσης’. Ενώ θα έπρεπε ο εν λόγω κύριος και η συντριπτική πλειοψηφία των συναδέλφων του, των οθονών και των μικροφώνων, να τυχαίνει της πλήρους απαξίωσης κι αποστροφής του κοινού, βλέπω, παρά τις διαφορετικές αιτιάσεις, να έλκεται και να αρέσκεται στην παραπληροφόρησή του. Αναμενόμενη και καθόλου έκπληξη ήταν η συμπεριφορά του χουλιγκάνου τιμητή, που στο πρόσωπο του χαροκαμένου μετανάστη που έχασε γυναίκα και παιδιά, λοιδορεί δημοσίως τα νεκρά θύματα, βρίζει την ανθρώπινη υπόσταση και βεβηλώνει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Αν υπήρχε ΕΣΗΕΑ θα του έπαιρνε πάραυτα την ταυτότητα του δημοσιογράφου. Αν υπήρχε έντιμη και υπεύθυνη εργοδοσία θα τον έστελναν αμέσως σε αργία. Αν υπήρχε εισαγγελέας θα του ασκούσε δίωξη για περιύβριση και βεβήλωση νεκρών. Αν υπήρχε ιεροσύνη θα του ζητούσε την ειλικρινή μεταμέλεια της πίστης κι όχι τον αφορισμό, που πηγάζει από την εξουσίας της. Αν υπήρχε Πολιτεία θα προστάτευε όλους εμάς από τέτοιους ‘ποιοτικούς’ προβοκάτορες της ενημέρωσής μας. Αν υπήρχε λαός με ευαισθησία και συνείδηση, αντί να φλυαρεί ανωδύνως, θα επέβαλε αποφασιστικά και έμπρακτα τη θέλησή του. Δυστυχώς στη σημερινή Ελλάδα δεν υπάρχει τίποτα και κανένας απ’ αυτά.