Φαίνονται τόσο μακρινές, τόσο νοσταλγικές οι απλές εικόνες. Οι εικόνες μιας λαϊκής αγοράς με πλήθος αγοραστών. Οι εικόνες μιας σειράς καθισμάτων σινεμά ή θεάτρου με ενωμένους ώμους. Οι εικόνες μιας ταβέρνας με ήχους, ενός εστιατορίου με πληρότητα, ενός χορού χέρι με χέρι, σώμα με σώμα, μιας συνωστισμένης καφετέριας, ενός δρόμου με πολύ κόσμο, ενός γηπέδου γεμάτου μ’ ανθρώπους κι ένταση, μιας παιδικής χαράς με φωνές και κελαϊδίσματα παιδιών. Χάσαμε αυτές τις χαρές. Χάσαμε την επαφή μεταξύ μας. Χάσαμε την επαφή προς την θάλασσα. Χάσαμε τα πέρα δώθε των γλάρων, τη μυρουδιά της βρεγμένης γης, το απέραντο του ορίζοντα που κι αν δεν το ‘χεις μπροστά σου ψάχνεις χρόνο και τόπο να το βρεις και να το ανταμώσεις. Μας κατακλύζει από παντού το κενό, το άδειο, το άμορφο. Σε αίθουσες, σε δρόμους, σε μαγαζιά, στην ψυχή μας. Οργανώνουμε καθημερινά τη ζωή μας, με νέα μέτρα, νέες πρακτικές, νέες οδηγίες, δομώντας μια άμυνα σιδερόφρακτη που δεν φτάνει, απέναντι σ’ έναν εχθρό που έρπει και αναρριχάται αόρατος. Τελευταία αμυντική μας γραμμή, γραμμή απελπισίας θα πεις, μια ελάχιστη έξοδος, το φαρμακείο, το σούπερ μάρκετ, το σκυλί μιας κι αυτό δε καταλαβαίνει από ιούς.
Περιχαρακωθήκαμε και βάλαμε συρματοπλέγματα στην επαφή, στον έρωτα, στην επικοινωνία ακόμη και μέσα στο σπίτι. Κάγκελα παντού. Τα εξοβελίσαμε όλα, τ’ αποξενώσαμε κι αποξενωθήκαμε απ’ αυτά. Πάψαμε να ασχολούμαστε μ’ οτιδήποτε άλλο πια εκτός από τον ιό και τις συνέπειες του. Πάψαμε να ασχολούμαστε με τον Ερτογάν, τα πετρέλαια, την οικονομική κατάσταση, τη Λιβύη, τον πόλεμο και την ΑΟΖ, τη συμφορά και τα προβλήματα των μεταναστών και των προσφύγων. Τώρα έχουμε τα δικά μας. Τον δικό μας πόλεμο. Αυτόν που δεν έχει πρόσφυγες ή αυτόν που δεν τον νoιάζουν οι πρόσφυγες γιατί όλοι γίναμε πρόσφυγες της ζωής. Και πού θα πηγαίναμε άραγε που θα φτάναμε, που θα βρίσκαμε εστία κι απάγκιο; Όλος ο κόσμος ένα πεδίο μάχης, όλη η Γη ένα μέτωπο..."
Εγκλωβισμένος κι απομονωμένος στην οδό Χ αριθμός 7 κάπου στον πλανήτη γη, σκέφτομαι, κάθομαι κι αναπολώ τις μέρες που πέρασαν, όχι πολύ παλιά, να, μόλις πριν λίγους μήνες.
Το βλέμμα μου έχει απομείνει στον ορίζοντα. Τον ορίζοντα ενός αστικού τοπίου που δεν έχει βουνά και θάλασσες και που δεν ξεπερνά το απέναντι κτίριο. Κάπου λοξά αν τεντωθώ φαίνεται κι η άκρη ενός μικρού πάρκου χωρίς παιδιά και φωνές. Βλέπω επίσης μια λεύκα, τη γνωστή λεύκα, που μένει ψηλή κι ατάραχη από τα συμβαίνοντα στον τόπο και στον κόσμο μας.
Μόνος, ταραγμένος και σιωπηλός σ' ένα τοπίο πιο σιωπηλό από μένα και πιο βουβό από την σιωπή. Συλλογιέμαι. Έτσι είναι άραγε ο σημερινός άνθρωπος ή έτσι γίνηκε ξαφνικά; Έτσι αντιδρά ή αντέδρασε όταν ξαφνικά κι απρόσμενα ένιωσε παλίρροια να πλημμυρίζει και να ταρακουνά το είναι του; Όταν ένοιωσε ένα ρίγος να τον διατρέχει ολάκερο το κορμί και την ύπαρξη του; Όταν είδε κι άκουσε την φρίκη και το τρόμο που ξερνούν οθόνες, μικρόφωνα και δίκτυα για την ‘ενημέρωσή’ του ως συνήθως; Όταν ψάχνοντας αυτό το περίεργο συναίσθημα που τον κούρσευε είδε γύρω του και δε διέκρινε τίποτε που να το δικαιολογεί, τίποτα που να το ορίζει; Όταν, βγαίνοντας στο μπαλκόνι ή στο παράθυρο να πάρει μια ανάσα, το τοπίο ήταν ίδιο κι όμοιο χωρίς αλλαγή, χωρίς διαφορά, ίδιο κι απαράλλακτο μ' αυτό που 'βλεπε από μέσα; Κενό, βουβό και άλαλο. Είδε την ερημιά, την αντάμωσε και κατάλαβε. Πάγωσε. Ένοιωσε μόνος, αβοήθητος κι ακάλυπτος. Πέτρωσαν οι αισθήσεις του κι αντοχές του. Αντιλήφθηκε την δύναμη. Φόβος, φόβος σκοτεινός, αόρατος κι αμείλικτος. Φόβος μαύρος κι ανίκητος. Φόβος που κυκλοφορεί στους έρημους δρόμους και στην βουβή ατμόσφαιρα. Φόβος καθολικός.
Αφουγκράζεται την σιωπή, νοιώθει το κενό κι αισθάνεται την παγωμάρα. Πάει να ψωνίσει κι αποσείει το βλέμμα από τον γείτονά, τον διπλανό. Δεν είναι ώρα για χαιρετούρες, υπάρχει κίνδυνος. Παίρνει τα ψώνια και γοργά φεύγει σκυφτός, σιωπηλός με ιδεοληπτικές κινήσεις και συμπεριφορές, προς τον εγκλεισμό. Ο φόβος τον ακολουθεί, εισχωρεί στο σπίτι, εισχωρεί μέσα του, εισχωρεί παντού. Παίρνει τα μαντηλάκια, παίρνει τα αντισηπτικά κι αρχίζει να καθαρίζει. Τα πάντα. Τι άραγε θέλει να διώξει; Τον ιό ή τον φόβο;
Φόβος, φόβος για την επιβίωση προκλητός, αιτιατός ή αναίτιος, πάντως επιθυμητός από κάθε εξουσία και κάθε ολιγωρία. Καλύπτει παραλήψεις, ανεπάρκειες και πολιτικές χρόνων. Καλύπτει την ανθρώπινη επίθεση με ‘τεχνητά’ περιβάλλοντα εκεί όπου μέχρι πρότινος έβριθε η βιοποικιλότητα σε παρθένα οικοσυστήματα. Ξύπνησαν έτσι ιούς και μικροοργανισμούς αιώνων κι αυτοί μεταλλάσσονται και εκδικούνται. Καλύπτει όμως και συστήματα, απόψεις, ιδέες και πράξεις που τοποθετούν την οικονομία πάνω από τον άνθρωπο και το κέρδος πάνω από την ζωή.
Αναρωτιέμαι. Καβάτζαρα ήδη την έκτη δεκαετία της ζωής και πάτησα στην έβδομη, τι να φοβάμαι; Τον θάνατο; Την ερημιά; Την απομόνωση; Την φυλακή; Τι;
Σίγουρα φοβάμαι.
Φοβάμαι την έλλειψη ενός χαμόγελου από την μικρή μου εγγονή.
Φοβάμαι την έλλειψη απ’ το παιχνίδι μαζί της, στο πάρκο, στην αγορά, στην παραλία που σε ξανακάνει παιδί και χρήσιμο παρά τα χρόνια σου.
Φοβάμαι την έλλειψη της κυριακάτικης μάζωξης γύρω από το τραπέζι με παιδιά κι εγγόνια.
Φοβάμαι την έλλειψη ενός περιπάτου με την σύντροφο της ζωής αγναντεύοντας παρέα το βύθισμα του ήλιου στον ορίζοντα.
Φοβάμαι την έλλειψη του νερού της θάλασσας και του νησιού μου.
Φοβάμαι την έλλειψη απ’ τον αχό των βημάτων αγαπημένων μου ανθρώπων που έρχονται για ν’ ανταμώσουμε.
Φοβάμαι την έλλειψη των φωνών που δεν ακούω, των μορφών που δε βλέπω, των συζητήσεων που δεν κάνω, των σιωπών που επιλέγω κι όχι αυτών που μου επιβάλλονται.
Φοβάμαι όμως πάνω απ’ όλα να θυσιάσω τις στιγμές που μου μένουνε, την ελευθερία και την δημοκρατία που απέκτησα με αγώνες για χάρη μιας επιβίωσης χωρίς νόημα κι ανάγκη.
Φοβάμαι να επιβιώνω χωρίς να ζω.
Φοβάμαι να γίνω αριθμός αντί για άνθρωπος.
Φοβάμαι να αντικαταστήσω την ουτοπία με την δυστοπία.
Φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για μένα χωρίς εμένα ……για το καλό μου.
ΥΓ: Η πιο απόρθητη φυλακή που δεν έχει δραπέτες είναι ο φόβος...γι' αυτό σου λεγε η Κατερίνα ...στο μυαλό είναι ο στόχος, το νου σου ε;