Η εαρινή ισημερία μόλις είχε περάσει κι η νύχτα άρχισε να μαζεύεται
μπρος στην φούρια της μέρας που μεγάλωνε. Κατέβαινε την λεωφόρο καβάλα σε
δίκυκλο άτι ενώ το σκοτάδι είχε απλωθεί για τα καλά. Τραβούσε ζερβά
ακολουθώντας τις ρέγολες, ξένοιαστος και χαμογελαστός όπως πάντα. Μέσα του υπομειδιούσε πάντα σαν υποβολέας απείθαρχος,
το σκέρτσο, ο σαρκασμός, ο αυτοσαρκασμός και το πείραγμα. Έπαιζε με την ζωή και
το χαιρόταν. Είχε σχέδια, όνειρα, ανησυχίες και χίλιες δυο εικόνες στο μυαλό
για το αύριο. Δε βιαζόταν, ο χρόνος δεν του λειβόταν για να τα κάνει πράξεις.
Εκεί απρόσμενα κι αδόκητα
σταύρωσε με την στιγμή. Αυτή την έρμη στιγμή που φέρνει τόσα, όσα ολάκερος
χρόνος δεν μπορεί. Συναπάντημα άλογο. Σάρκες
και σίδερα γίνανε ένα. Το χώμα βάφτηκε κόκκινο αλλά όχι στην ταινία μα στην
πραγματικότητα. Ο περαστικός απόσεισε το βλέμμα στιγμιαία από το κακό που δεν
ήθελε να πιστέψει. Η νύχτα μελάνιασε γίνηκε ξάφνου άφωτη και βαθιά για να
σκεπάσει άραγε ή μήπως για να ταυτιστεί με την συμφορά; Όλα μοιάζαν να τέλειωσαν
οριστικά όταν η ανάσα έδωσε το παρόν κι αρνήθηκε να παραδοθεί. Αχνά, χνώτο που μόλις
θάμπωνε το γυαλί στην αρχή κι ύστερα πιο σταθερά κι ευδιάκριτα. Φωνές, σειρήνες, τρεχαλητά, διάδρομοι δίχως
τέλος και φως. Η επαφή χανόταν αλλά η ανάσα ήταν εκεί κι αντιστεκόταν. Σωλήνες,
σύριγγες, οροί, καλώδια, μεταφορές, αγωνία κι η ελπίδα δεν ήταν εκεί τούτες τις
χολεριασμένες ώρες. Η ανάσα πάλευε μανιασμένα. Χειρουργεία, καταστολές, τρυπήματα,
εντατικές κι το αβέβαιο του αύριο
συντρόφευε το σήμερα που ήταν απλά μια επανάληψη του χθες. Τα λεπτά πλήθαιναν γινόταν
ώρες, οι ώρες, μέρες, οι μέρες βδομάδες κι η ανάσα εκεί, αντάρτης, κλέφτης,
παλικάρι μαχόταν σταθερά κι
αλύγιστα να κρατηθεί ζωντανή. Θαυμάστηκε ειλικρινά κι άδολα τούτος
ο αγώνας από ειδικευμένους κι έμπειρους μύστες της τέχνης του Ιπποκράτη. Ο
μήνας γέμισε, πήρε να γεμίζει κι ο επόμενος όταν η μάχη κερδήθηκε. Η επιβίωση
ήταν γεγονός και βεβαιότητα αδιαπραγμάτευτη, αλλά ο δρόμος της αποκατάστασης
ήταν ακόμα μακρύς και χρονοβόρος σαν αργόσυρτο, υγρό κι υπόγειο blues απ’
τις όχθες του Μισισίπι. Ήθελε υπομονή, άντερα και νεύρα ατσάλινα ν’ αντέξει ο
καθείς τούτο το ρυθμό. Η ανάσα ούτε κι εδώ κώλωσε. Αργά με καρτερία κι επιμονή έχτιζε
το μέλλον κομμάτι, κομμάτι.
Όμως η μοίρα είχε άλλα σχέδια. Μαύρα κι ύπουλα που τον δίκασαν ξανά. Αγύρτες καιροί, άστοχες επιλογές κι αλμπάνικα χέρια τον σταύρωσαν και πάλι. Παίχτηκε η ζωή στη ζαριά κι από βεβαιότητα κατάντησε ζητούμενο. Η ανάσα ακόμα και τότε αγωνιζόταν με σθένος ν’ αντέξει την πισώπλατη μαχαιριά. Μα τα χτυπήματα ήταν πολλά και άδικα. Κομμάτιαζαν την ψυχή κι έσχιζαν την σάρκα χωρίς λύπηση. Οι δικοί κι οι γύρω άφωνοι κι αποσβολωμένοι παρακολουθούσαν την ξέφρενη πορεία προς τον χαμό. Ο γκρεμός σίμωνε κι η άβυσσος παραμόνευε λαχταριστά να καταπιεί το θύμα της. Οι λίγες φωνές της σύνεσης ή κόλλαγαν στα βάθη του λαιμού και γίνονταν ψίθυροι ή αδυνατούσαν να διεγείρουν τ’ αυτιά που ‘χαν σφαλίσει ερμητικά. Ο καιρός μάζευε από παντού κι έκλεινε ασφυκτικά μέχρι που ‘πνιξε την ανάσα. Η ψυχή πέταξε, χάθηκε από τα μάτια κι ήρθε να φωλιάσει στις καρδιές. Απόμεινα μόνος από την συντροφιά των Χριστουγεννογεννημένων να κουβαλώ μέσα μου την αθανασία τους στις στιγμές που ζήσαμε μαζί. Βαρύ και δύσκολο το χρέος κι άγνωστο αν το μπορώ. Θα προσπαθήσω.
Ναι το ξέρω φίλε μου ακριβέ τ’
άδικου πέρασε και πάλι. Μα θα το δεις, έστω κι αν εσύ έφυγες νωρίς. απ’ όπου κι αν είσαι, μ’ ότι κι αν καταγίνεσαι,
σε χρόνους που δεν θα βιώσουμε εμείς μήτε και τα παιδιά μπορεί και τα εγγόνια
μας, τ’ άδικο θα νικηθεί κι ο ήλιος της δικαιοσύνης θα λάμψει. Ο πόθος μας θα
δικαιωθεί. Η Άνοιξη θα γίνει κράτος κι εξουσία για να επαληθευτεί η ρύση του ποιητή.
Καλό ταξίδι σου λοιπόν αδελφέ με
την πιρόγα που διάλεξες ν’ αρμενίσεις και καλή αντάμωση σ’ άχρονους καιρούς κι
άμορφους τόπους για αναζητήσεις και στοχασμούς χωρίς τελειωμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου