Η γιαγιά μου όταν ήθελε να μερέψει την περιέργεια τ’ άγνωστου που ‘χει κάθε παιδί μέσα του, μου ‘λεγε συχνά χαϊδεύοντας τα μαλλιά μια ιστορία, ένα παραμύθι:
Κάποτε στην μακρινή Κίνα ένας πολύ φτωχός άνθρωπος ζήλεψε κι έκλεψε μία απλή ξύλινη πίπα. Τον πιάσανε όμως την ώρα που έκανε την κλεψιά και τον κλείσανε στη φυλακή. Έμεινε ξεχασμένος εκεί μέσα για πολλούς μήνες χωρίς δίκη, τόσο, που άρχισε να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βγει, να δραπετεύσει. Όμως δε μπορούσε, γιατί οι φυλακές είχαν μεγάλους τοίχους κι οι φύλακες πολλοί που τον φυλάγανε καλά. Απελπισμένος σκεφτότανε και ξανασκεφτότανε τι να κάνει. Μια μέρα λοιπόν παρακάλεσε κάποιο φύλακα να τον πάει στο βασιλιά.
- Και γιατί θες να δεις τον βασιλιά; ρώτησε ο φύλακας.
- Θέλω να του δώσω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης.
Έτσι, τον οδήγησαν στην αυλή του βασιλιά.
- Τι θέλεις από μένα; τον ρώτησε ο βασιλιάς.
- Μεγαλειότατε, θέλω να σας προσφέρω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης κι έβγαλε από την τσέπη του ένα διπλωμένο κομματάκι χαρτί.
- Μα δεν είναι παρά ένα κουκούτσι από αχλάδι! Φώναξε ο βασιλιάς όταν το ξεδίπλωσε.
- Ναι, είναι μονάχα ένα κουκούτσι από αχλάδι, απάντησε ο κλέφτης, αλλά ένα σπάνιο είδος! Αν το φυτέψετε, θα γίνει δέντρο, και πάνω σ’ αυτό το δέντρο θα ωριμάσουν χρυσά αχλάδια.
- Και τότε γιατί δεν το φυτεύεις εσύ; Ρώτησε ο βασιλιάς.
- Υπάρχει σοβαρός λόγος αποκρίθηκε ο κλέφτης. Για να βγάλει τα χρυσά αχλάδια, πρέπει να φυτευτεί από κάποιον που δεν έκλεψε ποτέ και δεν είπε ψέματα σε κανέναν. Διαφορετικά, θα βγάλει τα συνηθισμένα αχλάδια. Γι’ αυτό έφερα σε σας αυτό το κουκούτσι, γιατί σίγουρα δεν έχετε κλέψει, ούτε εξαπατήσει ποτέ κανέναν.
- Τι βλακείες μουρμούρισε ο βασιλιάς, ο οποίος θυμήθηκε ότι είχε κλέψει αρκετές φορές κι εξαπατήσει φτωχούς χωριάτες με τη βαριά φορολογία.
- Εντάξει, τότε ας το φυτέψει ο υπουργός σας, αφού εσείς δεν με πιστεύετε, είπε ο κλέφτης.
- Εγώ δεν το πιστεύω και δεν θα το κάνω, απάντησε ξερά ο υπουργός που είχε δωροδοκηθεί πάμπολλες φορές από πολίτες.
- Εντάξει, ας το φυτέψει ο στρατηγός του βασιλικού στρατού, πρότεινε ο κλέφτης.
- Μα εγώ δεν κάνω για κηπουρός, είπε αφού κι αυτός είχε εξαπατήσει τους στρατιώτες του στην πληρωμή τους.
- Εντάξει, τότε ας δοκιμάσει ο ανώτατος δικαστής.
Αλλά, ούτε και ο δικαστής δέχτηκε, γιατί συνήθως έβγαζε τις αποφάσεις του ανάλογα με τα λεφτά που ο κόσμος του έδινε.
- Ας, το φυτέψει, επιτέλους, ο φύλακας των φυλακών.
- Δεν ασχολούμαι εγώ με τέτοια θέματα, τσίριξε πικρόχολα αφού κι αυτός με τη σειρά του δεχόταν λεφτά από τους φυλακισμένους και κανόνιζε πόσο αυστηρά θα τους συμπεριφερόταν.
Κι έτσι συνεχίστηκε η ιστορία για κάμποση ώρα. Οποιονδήποτε και να πρότεινε, αυτός έβρισκε μια δικαιολογία για ν’ αρνηθεί, γιατί δεν είχε καθαρή τη συνείδησή του. Στο τέλος ο κλέφτης ξέσπασε σε γέλια:
- Όλοι σας, όποιοι κι αν είστε, και δεν εξαιρώ κανέναν, κλέβετε, εξαπατάτε, λέτε ψέματα, αλλά κανένας δεν μπαίνει γι’ αυτά στη φυλακή. Ενώ εγώ, το μόνο που πήρα ήταν μια παλιά, σπασμένη ξύλινη πίπα, κι όμως έπρεπε να με κλείσουν γι’ αυτό μέσα.
Κι επειδή είναι παραμύθι, έχει όπως πάντα καλή κατάληξη, έτσι ο βασιλιάς άφησε ελεύθερο τον «τίμιο» κλέφτη!
Τώρα γιατί το παραμύθι της γιαγιάς ήρθε στην θύμηση μου μια ζεστή νύχτα τ’ Αυγούστου με μαΐστρο, όταν τα ιδεώδη των προγόνων μου ναρκώνονταν από την χημική απληστία των εμπόρων, δεν ξέρω. Ούτε ξέρω γιατί το παραμύθι ξαλγούσε την μνήμη μου, όταν η πράγματι σπουδαία ιστορία ενός αρχαίου λάου ξεδιπλωνόταν στα μάτια μου με χολιγουντιανή κενόδοξη, αναντίστοιχη με τον λαό, μεγαλοπρέπεια. Σάμπως ξέρω γιατί το παραμύθι έρχεται και ξανάρχεται στο μυαλό μου, όταν η πίστη μου κλονίζεται στο Βατοπαίδι, η ψήφος μου πλουτίζει τους κυβερνήτες, η ανοχή μου μακελεύει λαούς στο όνομα ΤΟΥ κι ο πόνος περίσσεψε της χαράς στις μέρες μας; Όχι δεν ξέρω. Ούτε που ξέρω στους χρόνους μας που οι γιαγιάδες χάθηκαν στα ιδρύματα, γατί τα δυο λόγια του παραμυθιού λένε τόσο απλά αυτό που εκατομμύρια λέξεις καθημερινά σε δελτία κι εκπομπές ανθρώπινες δε το μπορούνε.
Το μόνο που ξέρω σίγουρα, είναι ότι ο μύθος ταξίδεψε, ήρθε και φώλιασε στο παρόν, έγινε πραγματικότητα κι εμείς γινήκαμε μέρος του αναπόσπαστο χωρίς διακριτά όρια. Αυτό που ίσως δεν ξέρω είναι αν της καθημερινότητας μας το παραμύθι έχει την ίδια κατάληξη με αυτό της γιαγιάς μου. Θα δούμε.
ΥΓ: Δεν ελπίζω και προσπαθώ να μη φοβούμαι, Δάσκαλε.
Ιόλαος
(Δημοσιεύτηκε στο Ελληνικό Σπίτι Οκτώβρης 2008)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου