Διαβάζοντας την έκθεση Τόμσεν πολλοί εξεπλάγησαν
τόσο με την έκθεση όσο και την κατάληξή της. Ενώ στην έκθεση πλέκει το εγκώμιο
για τα κατορθώματα προσαρμογής της Ελλάδας («η δημοσιονομική προσαρμογή που
πέτυχε είναι πρωτοφανής στα παγκόσμια δεδομένα»), καταλήγει να ζητά νέα μέτρα
ύψους 8 δις («χρειάζονται πρόσθετα μέτρα ύψους 8 δισ. Ευρώ, γιατί οι στόχοι του
προγράμματος που συμφωνήθηκαν το καλοκαίρι δεν είναι ρεαλιστικοί»).
Πολλοί αναλυτές και σχολιαστές μένουν ξεροί. Δεν μπορούν να κατανοήσουν την αντίφαση…Υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια, ένα επίφοβο ‘γιατί’, που αποφεύγεται να τεθεί στη φράση του Τόμσεν. Γιατί δεν είναι ρεαλιστικό το πρόγραμμα του Ιουλίου (όπως και κανένα δυστυχώς από τα προηγούμενα);
Μα γιατί απλά αρνούμαστε να παραδεχτούμε την υπάρχουσα πραγματικότητα.
Αρνούμαστε να παραδεχτούμε ότι αν δεν βαπτίσεις μια χρεωκοπημένη χώρα ως τέτοια, δεν παύει και να είναι. Εδώ δεν είναι οι μουλάδες που φορούν την μπούργκα, αλλά η πολιτική ιντελιγκέντσια της Δύσης. Αν η Ελλάδα ήταν επίσημα χρεωκοπημένη χώρα, θα έπρεπε να συμβεί ό,τι συμβαίνει σ΄αυτές τις περιπτώσεις διεθνώς με πρώτο και κύριο την περικοπή ενός μέρους του χρέους ικανού για να γίνει το υπόλοιπο βιώσιμο. Η εμμονή του δόκτορα Σόιμπλε και της γερμανικής άρχουσας τάξης να αποδεχτούν την υφιστάμενη χρεωκοπία βάζει τη χώρα στην αμφίπλευρη πίεση τόσο από το ΔΝΤ όσο και την ΕΕ, οι οποίοι οργανισμοί έχουν διαφορετικούς στόχους κι επιδιώξεις. Το ΔΝΤ πιστεύει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και θέλει κούρεμα ή αβάσταχτα μέτρα, η δε Γερμανία δεν θέλει περικοπή για να μην επιβαρυνθεί η ευρωζώνη (βλέπε Γερμανία) και επιμένει να θεωρεί το χρέος βιώσιμο και θέλει μέτρα, αδιαφορώντας αν αυτά θα θανατώσουν την Ελλάδα και τους πολίτες της ή την αναγκάσουν να εγκαταλείψει την ευρωζώνη (κάτι που θα το επιθυμούσε κιόλας μιας και δεν έχει νομικό καθεστώς για να το πετύχει) φορτώνοντας στην Ελλάδα όλο το λογαριασμό από τα λάθη σχεδιασμού της Ευρωζώνης μέχρι της παραχαραγμένης και απατηλής εισόδου της χώρας στο ευρώ που η ίδια η Γερμανία κατέστρωσε και εφάρμοσε.
Αυτή λοιπόν η πίεση αποτέλεσμα της διαφορετικής προσέγγισης και επιδιώξεων φυσικά δεν θέλει απλά νέο αίμα όπως λένε οι κυβερνητικοί διαπραγματευτές, από την ήδη αιματοκυλισμένη κοινωνία μας. Θέλει μόνιμη κι αυξανόμενη αιμορραγία. Θέλει ψυχές, θέλει ζωές, θέλει χώρο αντί για χώρα, θέλει κλοπή του υπάρχοντος και του μελλοντικού πλούτου της χώρας και των ανθρώπων της, θέλει γκέτο, θέλει προσφυγοποίηση των ελλήνων μέσα στο τόπο τους πέρα από την αποθήκευση προσφύγων σ’ αυτόν. Θέλει απάτριδες υπόδουλους έξω από τα τείχη να αναχαιτίζουν τα καραβάνια ανθρώπων που θα συσσωρεύονται από τις άλλες καταστραμμένες και καταληστευμένες χώρες των επικυρίαρχων του πλανήτη. Η Ελλάδα στο σχεδιασμό του νέου κόσμου δεν υπάρχει όπως την ξέραμε μέχρι την αρχή της κρίσης. Η Ελλάδα είναι προγραμμένη να είναι εκτός των τειχών σαν άμορφος κι ανώνυμος χώρος όπως στην ταινία του William Geld ‘Code 46’
Θα αναρωτηθεί κανείς τι μπορεί να γίνει λοιπόν σ’ αυτή την κατάσταση;
Μπορεί και τίποτα, μπορεί και κάτι που δεν ξέρω, αλλά όποιος περιμένει ελπίδα ή λύση από το υπάρχον πολιτικό σύστημα απλά πλανάται πλάνη οικτρά. Η ανακύκλωση του μη χείρον βέλτιστο και πότε ο ένας πότε ο άλλος κι άντε τώρα κι ο τρίτος που είδαμε από το ‘74 δεν οδηγεί πουθενά. Ο χθεσινός κακός που γίνεται σημερινός σωτήρας κι άντε πάλι από την αρχή μόνο σαν τραγωδία μπορεί να επαναληφτεί ξανά.
Τα πράγματα είναι καθαρά. Πιο καθαρά δεν γίνεται.
Οι πάλαι ποτέ δυνάμεις του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, αφού κατάκλεψαν ασύστολα τη χώρα και την οδήγησαν στην καταστροφή, είναι ανίκανες να την βγάλουν απ’ αυτή όσο κι αν ‘ανανεώνουν’ το ηγετικό πολιτικό τους προσωπικό. Τους εαυτούς τους και κάποιους δικούς έσωζαν και θα σώζουν πάντα και τίποτα παραπάνω, εκτός από την μωροφιλοδοξία κάποιων να γίνουν πρωθυπουργοί μιας ουσιαστικά ανύπαρκτης χώρας.
Οι σημερινοί κυβερνήτες, απατεώνες προς εμάς, αφελείς κι αδύναμοι στην πράξη, αφού κατάλαβαν ότι με δονκιχωτικές φαντασιώσεις, ατελείς ενέργειες και ατζαμίδικες πρακτικές είναι αδύνατο να αντισταθούν στο τέρας, υποτάχτηκαν ολοκληρωτικά, αρκούμενοι σε σκιαμαχίες εντυπώσεων.
Το ΚΚΕ με ιστορικό παρελθόν αρκείται ναρκισσιστικά στην επιβεβαίωση των εκτιμήσεών του κι ασχολείται πρακτικά με το αν η μελλοντική επανάσταση θα είναι σοσιαλιστική ή λαϊκοδημοκρατική, διεκπεραιώνοντας το παρόν με παρελάσεις καθαρότητας.
Οι φασίστες από το πουθενά και την ανυπαρξία τους μπούκαραν ξαφνικά στο σκηνικό χάρις στα μεσοεπικοινωνιακά εξαπτέρυγα της διαπλοκής και τους ευυπόληπτους opinion makers και δεν ξέρουν από ποιους θα φάνε και σε ποιους θα εκτονώσουν τα θηριώδη κι απάνθρωπα ένστικτά τους.
Κι εμείς αποκαμωμένοι από την κρίση που μας μαστίζει, εξαπατημένοι από την ελπίδα που άργησε ξανά, αποσβολωμένοι από το ΟΧΙ που ‘γινε ΝΑΙ το ίδιο βράδυ, προσμένουμε τον από μηχανής Θεό να μας βγάλει από την αδιέξοδη κι άφωτη μοίρα μας αρνούμενοι το ιστορικό προηγούμενο ότι οι αποφασισμένοι λαοί ή άνθρωποι επιβάλλουν το ΘΕΛΩ τους με την πάλη τους κι όχι απλά με την ψήφο τους.
Όμως αν δεν φτιάξουμε κίνημα, αν δεν ξανανοίξουμε τις πλατείες, αν δεν συρρεύσουμε σ’ αυτές, αν δεν μιλήσουμε ξανά μεταξύ μας, αν δεν ομονοήσουμε ότι θα παλέψουμε για το μέλλον και την ζωή μ’ ότι μας έχει μείνει στα στήθια κάτω από τα ανοιχτά πουκάμισα με το σταυρουδάκι του Ήλιου, αν δε τ’ αποφασίσουμε να φέρουμε ξανά πίσω την Άνοιξη, τότε μην περιμένουμε ότι θα δούμε κανένα φως, καμιά άκρη κανενός τούνελ.
Πολλοί αναλυτές και σχολιαστές μένουν ξεροί. Δεν μπορούν να κατανοήσουν την αντίφαση…Υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια, ένα επίφοβο ‘γιατί’, που αποφεύγεται να τεθεί στη φράση του Τόμσεν. Γιατί δεν είναι ρεαλιστικό το πρόγραμμα του Ιουλίου (όπως και κανένα δυστυχώς από τα προηγούμενα);
Μα γιατί απλά αρνούμαστε να παραδεχτούμε την υπάρχουσα πραγματικότητα.
Αρνούμαστε να παραδεχτούμε ότι αν δεν βαπτίσεις μια χρεωκοπημένη χώρα ως τέτοια, δεν παύει και να είναι. Εδώ δεν είναι οι μουλάδες που φορούν την μπούργκα, αλλά η πολιτική ιντελιγκέντσια της Δύσης. Αν η Ελλάδα ήταν επίσημα χρεωκοπημένη χώρα, θα έπρεπε να συμβεί ό,τι συμβαίνει σ΄αυτές τις περιπτώσεις διεθνώς με πρώτο και κύριο την περικοπή ενός μέρους του χρέους ικανού για να γίνει το υπόλοιπο βιώσιμο. Η εμμονή του δόκτορα Σόιμπλε και της γερμανικής άρχουσας τάξης να αποδεχτούν την υφιστάμενη χρεωκοπία βάζει τη χώρα στην αμφίπλευρη πίεση τόσο από το ΔΝΤ όσο και την ΕΕ, οι οποίοι οργανισμοί έχουν διαφορετικούς στόχους κι επιδιώξεις. Το ΔΝΤ πιστεύει ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο και θέλει κούρεμα ή αβάσταχτα μέτρα, η δε Γερμανία δεν θέλει περικοπή για να μην επιβαρυνθεί η ευρωζώνη (βλέπε Γερμανία) και επιμένει να θεωρεί το χρέος βιώσιμο και θέλει μέτρα, αδιαφορώντας αν αυτά θα θανατώσουν την Ελλάδα και τους πολίτες της ή την αναγκάσουν να εγκαταλείψει την ευρωζώνη (κάτι που θα το επιθυμούσε κιόλας μιας και δεν έχει νομικό καθεστώς για να το πετύχει) φορτώνοντας στην Ελλάδα όλο το λογαριασμό από τα λάθη σχεδιασμού της Ευρωζώνης μέχρι της παραχαραγμένης και απατηλής εισόδου της χώρας στο ευρώ που η ίδια η Γερμανία κατέστρωσε και εφάρμοσε.
Αυτή λοιπόν η πίεση αποτέλεσμα της διαφορετικής προσέγγισης και επιδιώξεων φυσικά δεν θέλει απλά νέο αίμα όπως λένε οι κυβερνητικοί διαπραγματευτές, από την ήδη αιματοκυλισμένη κοινωνία μας. Θέλει μόνιμη κι αυξανόμενη αιμορραγία. Θέλει ψυχές, θέλει ζωές, θέλει χώρο αντί για χώρα, θέλει κλοπή του υπάρχοντος και του μελλοντικού πλούτου της χώρας και των ανθρώπων της, θέλει γκέτο, θέλει προσφυγοποίηση των ελλήνων μέσα στο τόπο τους πέρα από την αποθήκευση προσφύγων σ’ αυτόν. Θέλει απάτριδες υπόδουλους έξω από τα τείχη να αναχαιτίζουν τα καραβάνια ανθρώπων που θα συσσωρεύονται από τις άλλες καταστραμμένες και καταληστευμένες χώρες των επικυρίαρχων του πλανήτη. Η Ελλάδα στο σχεδιασμό του νέου κόσμου δεν υπάρχει όπως την ξέραμε μέχρι την αρχή της κρίσης. Η Ελλάδα είναι προγραμμένη να είναι εκτός των τειχών σαν άμορφος κι ανώνυμος χώρος όπως στην ταινία του William Geld ‘Code 46’
Θα αναρωτηθεί κανείς τι μπορεί να γίνει λοιπόν σ’ αυτή την κατάσταση;
Μπορεί και τίποτα, μπορεί και κάτι που δεν ξέρω, αλλά όποιος περιμένει ελπίδα ή λύση από το υπάρχον πολιτικό σύστημα απλά πλανάται πλάνη οικτρά. Η ανακύκλωση του μη χείρον βέλτιστο και πότε ο ένας πότε ο άλλος κι άντε τώρα κι ο τρίτος που είδαμε από το ‘74 δεν οδηγεί πουθενά. Ο χθεσινός κακός που γίνεται σημερινός σωτήρας κι άντε πάλι από την αρχή μόνο σαν τραγωδία μπορεί να επαναληφτεί ξανά.
Τα πράγματα είναι καθαρά. Πιο καθαρά δεν γίνεται.
Οι πάλαι ποτέ δυνάμεις του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, αφού κατάκλεψαν ασύστολα τη χώρα και την οδήγησαν στην καταστροφή, είναι ανίκανες να την βγάλουν απ’ αυτή όσο κι αν ‘ανανεώνουν’ το ηγετικό πολιτικό τους προσωπικό. Τους εαυτούς τους και κάποιους δικούς έσωζαν και θα σώζουν πάντα και τίποτα παραπάνω, εκτός από την μωροφιλοδοξία κάποιων να γίνουν πρωθυπουργοί μιας ουσιαστικά ανύπαρκτης χώρας.
Οι σημερινοί κυβερνήτες, απατεώνες προς εμάς, αφελείς κι αδύναμοι στην πράξη, αφού κατάλαβαν ότι με δονκιχωτικές φαντασιώσεις, ατελείς ενέργειες και ατζαμίδικες πρακτικές είναι αδύνατο να αντισταθούν στο τέρας, υποτάχτηκαν ολοκληρωτικά, αρκούμενοι σε σκιαμαχίες εντυπώσεων.
Το ΚΚΕ με ιστορικό παρελθόν αρκείται ναρκισσιστικά στην επιβεβαίωση των εκτιμήσεών του κι ασχολείται πρακτικά με το αν η μελλοντική επανάσταση θα είναι σοσιαλιστική ή λαϊκοδημοκρατική, διεκπεραιώνοντας το παρόν με παρελάσεις καθαρότητας.
Οι φασίστες από το πουθενά και την ανυπαρξία τους μπούκαραν ξαφνικά στο σκηνικό χάρις στα μεσοεπικοινωνιακά εξαπτέρυγα της διαπλοκής και τους ευυπόληπτους opinion makers και δεν ξέρουν από ποιους θα φάνε και σε ποιους θα εκτονώσουν τα θηριώδη κι απάνθρωπα ένστικτά τους.
Κι εμείς αποκαμωμένοι από την κρίση που μας μαστίζει, εξαπατημένοι από την ελπίδα που άργησε ξανά, αποσβολωμένοι από το ΟΧΙ που ‘γινε ΝΑΙ το ίδιο βράδυ, προσμένουμε τον από μηχανής Θεό να μας βγάλει από την αδιέξοδη κι άφωτη μοίρα μας αρνούμενοι το ιστορικό προηγούμενο ότι οι αποφασισμένοι λαοί ή άνθρωποι επιβάλλουν το ΘΕΛΩ τους με την πάλη τους κι όχι απλά με την ψήφο τους.
Όμως αν δεν φτιάξουμε κίνημα, αν δεν ξανανοίξουμε τις πλατείες, αν δεν συρρεύσουμε σ’ αυτές, αν δεν μιλήσουμε ξανά μεταξύ μας, αν δεν ομονοήσουμε ότι θα παλέψουμε για το μέλλον και την ζωή μ’ ότι μας έχει μείνει στα στήθια κάτω από τα ανοιχτά πουκάμισα με το σταυρουδάκι του Ήλιου, αν δε τ’ αποφασίσουμε να φέρουμε ξανά πίσω την Άνοιξη, τότε μην περιμένουμε ότι θα δούμε κανένα φως, καμιά άκρη κανενός τούνελ.