Κυριακή 10 Ιουλίου 2011

Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;

Το πλήθος στην πλατεία Συντάγματος, ανομοιογενές, ετερόκλητο, ποικίλο. Αταίριαστο ηλικιακά, ταξικά, μορφωτικά και πολιτιστικά, απλώνεται σαν ποτάμι γάργαρο μέχρι τον ορίζοντα του ματιού μπλέκοντας τις μυρωδιές της άνοιξης με του καλοκαιριού τ' αέρι που 'ρχεται. Παράξενη τούτη η άνοιξη. Εκεί που όλα έμοιαζαν ότι τα πλάκωνε η φοβέρα και τα σκέπαζε ο ζόφος της αναπόφευκτης καταστροφής χιλιάδες λαού πλημμύρισαν την πλατεία και τις πλατείες της χώρας διεκδικώντας θέση στο αύριο όχι μόνο του εαυτού τους αλλά και του διπλανού τους. Λαός, λαός σε κίνηση και δράση. Πολίτες με γέλιο, με θυμό, με πάθος, με οργή αλλά και παραδειγματική εγκράτεια. Άνθρωποι με χλευασμό σ' αξίες ξύλινες κι ιεραρχίες ανίκανες να ανταποκριθούν στο παρόν και το μέλλον τους, φωνάζουν, χορεύουν, τραγουδούν και στήνουν συνελεύσεις για να επικοινωνήσουν άμεσα. Να συλλειτουργήσουν ζωντανά πρόσωπο με πρόσωπο κι όχι μέσω οθονών, δημοσκοπήσεων και της ψηφοδοτικής υποχρέωσής τους ανά τετραετία. Ακούνε, ακούνε πιότερο, μιλάνε λακωνικά και μεστά για να ξανακάνουν κτήμα τους παραδοχές πίστης και παράδοσης αιώνων. Ανανοηματοδοτούν με πόνο και μόχθο έννοιες κακοφορμισμένες από τη φθορά μιας εκχυδαϊσμένης επαγγελματικής χρήσης. Ζουν την ουτοπία του σήμερα σαν βεβαιότητα του αύριο κι αυτό τρομάζει. Τρομάζει τους εντός των κάστρων και οθονών ηγέτες που θεωρούν τη φύση τους νομοτελειακή και τη θέση τους αδιαμφισβήτητη.

"Ποιος είπε πως επέρασε της λεβεντιάς η ώρα" διαλαλεί ο εθνικός ποιητής αφουγκραζόμενος του γένους τη σπορά και τη μοίρα.

Το πλήθος τη ρήση του ποιητή διαχρονικά ακολουθώντας γέμισε τους δρόμους και τις πλατείες. Πολίτες, πολίτες συνειδητοί που γίνονται λαός ενσυνείδητος κι όχι όχλος ασυνείδητος προχωρούν και πληθαίνουν. Άνθρωποι οργισμένοι ναι, μα κι αποφασισμένοι να πετάξουν οριστικά από πάνω τους τις μεγάλες και μικρές καθημερινές εξουσίες που γιγαντώθηκαν άνομα, θέριεψαν παράλογα κι απειλούν να τους φράξουν το μέλλον αφού πρώτα τους λεηλάτησαν το παρόν. Δύναμή τους το δίκιο, η ειρήνη, η αλληλεγγύη κι όπλο τους.. "…το μόνο πράγμα που τους έχει απομείνει, μια παλάμη τόπος κάτω από τ' ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου έχει κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.." Έτσι η συγκέντρωση ανάβει κι όλα είναι συνειδητά.

Στην μέθη αυτού του παλλαϊκού πανηγυριού και την άνοιξη της ελπίδας, η σκέψη φεύγει άθελα και ξεμακραίνει σ' ακριτικό νησί χρόνους πριν, όταν βίωσα μια σύγκρουση ανάμεσα σε τέτοιες μικρές καθημερινές κι άνομες εξουσίες που 'γιναν καθεστώς και μας έπνιξαν. Ήταν καλοκαίρι και τότε και στα νυχτερινά κέντρα υπήρχε ωράριο. Έκλειναν στις 2 ή στις 3 πμ δεν θυμάμαι. Η ώρα είχε περάσει και τα φώτα είχαν χαμηλώσει. Η ορχήστρα μάζευε τα όργανα και 5-6 τελευταίοι θαμώνες τελείωναν το ποτό τους στα σκοτεινά έτοιμοι να φύγουνε κι αυτοί, όταν η πόρτα ανοίγει και μπουκάρουν καμιά δεκαπενταριά άτομα, άντρες και γυναίκες με φανερή την ευθυμία, του οίνου και του οινοπνεύματος, που έρρεε στις φλέβες τους. Κάναν κατάληψη υποχρεωτική κι ανάγκασαν αφεντικό κι ορχήστρα να ξαναβάλουν μπρος. Επώνυμοι και τοπικοί παράγοντες δεν άφησαν περιθώρια στον καταστηματάρχη να φέρει αντίρρηση παρότι το βλέμμα και το ύφος του πρόδιναν την ταραχή του. Βλέπετε οι ντάμες με το σπίρτο στο κορμί τους έπρεπε να πυρποληθούν λικνιζόμενες στην πίστα κι οι αρσενικοί να φέρουν τις γυροβολιές τους στα 9/8. Παραγγελιά στην παραγγελιά, τραγούδι με τραγούδι ο κόσμος κι ο τόπος έγινε δικός τους και δε λογάριαζαν μήτε νόμο, μήτε Θεό κι άνθρωπο εκείνη τη στιγμή. Ξαφνικά εισβάλλει ένα όργανο της τάξης σαν σερίφης σε σαλούν της άγριας Δύσης. Αδύναμος να συλλάβει τη στιγμή και να κατανοήσει τα αίτια δίνει εντολές και κατευθύνσεις με ύφος εκατό καρδιναλίων και λόγο άπρεπο. Με την εξουσία που του δίνει ο νόμος μα πιότερο το μικρό γαλόνι που στέκεται στο δεξί του μπράτσο θαρρεί πως θα επιβάλει τα όρντινα και τις βουλές του. Πώς να κάμψει έτσι ο δύσμοιρος του οινοπνεύματος την ορμή και των παραγόντων τη φαντασιακή ή πραγματική δύναμη; Μάταια. Η σύγκρουση αναπόφευκτη και τα γαλλικά πέφτουν σωρό. "Ποιος είσαι συ ρε;" ο παράγοντας. "Είμαι το όργανο της τάξης", (χρησιμοποιώ τον όρο όπως ειπώθηκε από τον ίδιο). "Κάνε μας την χάρη από 'δω" ο επώνυμος. "Θα πάτε μέσα" το όργανο. "Κάνε την βόλτα σου. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε;" ο τοπάρχης. "Συλλαμβάνεστε" το όργανο που τσίριζε σαν τον Ιζνογκούντ, "Άει χάσου μη σε στείλω στον Έβρο", ρελάνς ο επώνυμος παράγοντας κι η σύναξη ανέβασε σιγά-σιγά γράδα και βαθμούς. Πες και πες το όργανο εν μέσω απειλών υποχώρησε κι οι παράγοντες γιόρτασαν την πύρρειο νίκη τους με νέες γυροβολιές. Για λίγο. Πέντε ή έξι περιπολικά έζωσαν το κέντρο κι όλοι δικαίως ή αδίκως βρεθήκαμε στο μικρό αστυνομικό τμήμα της περιοχής. Δε χωρούσαμε όλοι στο μικρό τμήμα. Μονοκατοικία στη πλαγιά του λόφου στην άκρη του χωριού κι έτσι μείναμε έξω οι πολλοί. Μέσα οι πρωταγωνιστές. Το όργανο που με τη σειρά του φούσκωνε σα διάνος, δυο ή τρεις από τους επωνύμους της παρέας, ο καταστηματάρχης κι ο μαέστρος της ορχήστρας. Η μάχη μαινόταν έντονη σώμα με σώμα θαρρείς. Ο αξιωματικός υπηρεσίας, καλό ανθρωπάκι και μεστός από εμπειρίες, μάταια προσπαθούσε να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα. Το όργανο ήθελε σύλληψη και παραπομπή στο αυτόφωρο. Οι παράγοντες να τον στείλουν στον Έβρο αφού του ξηλώσουν τη σαρδέλα. Ποτέ μου δεν κατάλαβα ειλικρινά γιατί ο Έβρος είναι τόπος εξορίας κι όχι νησί που θάλασσες το ζώνουν, κύματα το κλειούν, αλλά αυτό είναι άλλο ζήτημα τώρα. Τέλος ο καταστηματάρχης προσπαθούσε να μη του κλείσουν το μαγαζί κι ο μαέστρος μη χάσουν οι άνθρωποι της ορχήστρας το μεροκάματο σε πρόστιμα. Οι υπόλοιποι περιμέναμε την έκβαση. Ευτυχώς που δεν υπήρχαν κινητά εκείνη την εποχή αλλιώς θα είχαν πάρει φωτιά.

Ξημέρωσε. Η πρώτη ηλιαχτίδα στένεψε τα απρόθυμα βλέφαρα κι ο μαΐστρος που φύσηξε τσίτωσε τα άυπνα πρόσωπα. Η μάχη έληξε με συμβιβασμό. Δε θυμάμαι λεπτομέρειες αλλά δε θα ξεχάσω ποτέ το όργανο που στάθηκε στην είσοδο του τμήματος κόκκινος σαν παντζάρι απ' την απόφαση που δεν τ' άρμοζε και πέταξε με βία το τσιγάρο που μόλις είχε ανάψει. Πυρακτωμένη κεφαλή η καύτρα, εκσφενδονίστηκε μέτρα μακριά σαν θερισμένη από δρεπάνι δήμιου κι η γόπα, ακέφαλο σώμα, σωριάστηκε στα πόδια του. Μπορεί και να 'βρισε, ήμουν μακριά όμως και δεν άκουσα. Ούτε κι αν πραγματοποιήθηκαν οι απειλές για τον Έβρο έμαθα ποτέ. Τι σημασία έχει.
Τέτοιες μικρές, καθημερινές κι άνομες εξουσίες πλήσιαναν κι έγιναν καθεστώς στα χρόνια που ακολούθησαν. Γίνανε νόμοι, ρέγκολες, κανόνες και συντάγματα που 'δεσαν τους πολλούς αφήνοντας τους λίγους λυτούς κι ασύδοτους. Γίνηκε 'μαγκιά' η ανομία κι η σύνδεση με την εξουσία προνόμιο. Είναι παράξενο λοιπόν που το πλήθος που συρρέει στις πλατείες βροντοφωνάζει "Φτάνει πια"; Είναι παράξενο που οι πολίτες δε θέλουν άλλο να είναι όμηροι της ψήφου τους και θέλουν λόγο στα μελλούμενα που τους αφορούν; Είναι παράξενο που θέλουν ισοκρατία, ισονομία κι ισοπολιτεία; Είναι παράξενο που οι γονείς δε θέλουν τα παιδιά τους μετανάστες στις αγορές της Δύσης; Είναι παράξενο που θέλουν ελεύθερη πατρίδα και πανανθρώπινη τη λευτεριά; Όχι, τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι παράξενο. Παράξενο είναι οι ταγοί να μην ακούν, οι μέντορες να μην καταλαβαίνουν κι οι διαμεσολαβητές της ενημέρωσης να υποτιμούν το πάθος, την αποφασιστικότητα και τη βούληση αυτού του λαού. Γιατί τότε, μάρτυς μου ο Θεός, δε θα αργήσει κείνη η μέρα που μια νέα Τζένη, θα αφουγκράζεται με τ' αυτί τη γη που πάλλεται, κραυγάζοντας σπαρακτικά "κάτι γίνεται, κάτι γίνεται" κι ένας νέος Ξυλούρης, λεβέντης, άρχοντας κι άγγελος τροπαιοφόρος θα ορμήσει στη σκηνή του Μεγάλου μας Τσίρκου συλλειτουργώντας και ψάλλοντας…..

"Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι, η πείνα το καμάρι είναι του κιοτή του σκλάβου που του μένει να θαφτεί"

….. κι η ιστορία θα επαναληφθεί είτε σαν φάρσα, είτε σαν τραγωδία όπως γίνεται χρόνους πολλούς σε τούτο τον τόπο που έχει κράτος κι εξουσία η Άνοιξη…. Μόνο.

Ο Επαναστάτης

Άνθρωποι, δήθεν ανιδιοτελείς, ζητούσαν να τον προστατεύσουν
(προστατευμένοι οι ίδιοι απ τ όνομά του).
Μην κάνεις ετούτο ή τ΄ άλλο- του λέγαν˙
μη δίνεις στόχο, μη λύνεις τα κορδόνια σου ή τη ζώνη σου μπροστά τους,
μη γίνεσαι θύμα κάθε τόσο της ειλικρίνειάς σου.
Εκείνος τους χαμογέλαγε συγκατανευτικά
κι έπαιρνε με τα δυό του δάχτυλα μόνον
ένα ένα τα «μη» τους και τα πέταγε μες το δοχείο απορριμάτων
μαζί με τα ρούχα του.
Κι έτσι γυμνός, ωραίος, επαναστάτης,
φορώντας μονάχα τα τρύπια του (απ τις πολλές ορειβασίες) παπούτσια,
πέρασε κάτω απ’ τις ζητωκραυγές και τις κατάρες
και χάθηκε γαλήνιος μέσα στην αθανασία

Γ.Ρίτσος

Μικρή Πατρίδα